8 ~ Πήτερ Γκρέυ: Οι Ποριώτες στο νησί τους
Φεύγοντας από την Αίγινα είχαμε πια μεσιάσει το ταξίδι, μα τα βουνά του Πόρου φαίνονταν σχεδόν δίπλα μας. Τώρα μου φάνηκε πως το βαπόρι τρέχει πιο πολύ, σαν τ' άλογο που καλπάζει να γυρίσει μια ώρα αρχύτερα από μακρύ ταξίδι. Ήθελα να πιάσω κουβέντα για τον Πόρο με την κυρά και το χωρικό - φαίνονταν να τον ξέρουν καλά - μα κείνη μίλαγε όλο για τα Μέθανα που πήγαινε για λουτρά, κι ο χωρικός δε νοιαζόταν γι' αυτόν. Γιατί μου 'λεγε χτυπώντας τη μαγκούρα του, πως μόλις φτάναμε στον Πόρο, θα 'φευγε ίσια με τη βάρκα για απέναντι, κι ούτε λεπτό δε θα πάταγε στο νησί. Και μου 'δειχνε την βουνοκορφή, που 'ταν το χωριό του.
*
Στο λιμανάκι της Αίγινας είχες πάντα την έννοια μιας κυκλωμένης θάλασσας. Εδώ στο στενό του Πόρου — το κανάλι κρύβεται και στενεύει σε δύο άκρες — νιώθεις μόνο τη στεριά' η μικρή άσπρη πόλη καθρεφτίζεται στο νερό' τα ψηλά βουνά της Αργολίδας με την κορφογραμμή της Κοιμωμένης ξύνουν τον ουρανό. Τα βράχια και το πευκόδασο του νησιού, ο καταπράσινος κάμπος του Δαμαλά με τα σκούρα κυπαρίσσια του, οι συκομουριές , οι πορτοκαλιές και τ' αμπέλια, το χωριουδάκι του Γαλατά, όπου το κανάλι στενεύει πιο πολύ, τα ανάκατα καφετιά βράχια πάνω απ' τον Πόρο, οι ερειπωμένοι ανεμόμυλοι, το ρολόι, οι πράσινες αυλές, οι φωνές των παιδιών, οι απόηχοι και οι μυρωδιές της στεριάς, όλα συναγμένα σ' ένα θεσπέσιο ανθολόγημα. Η κάτασπρη πόλη με την ήρεμη βουνοτριγύριστη λίμνη που απλώνεται μπροστά της, ήταν ο προορισμός μου, ήταν το τέλος του ταξιδιού μου μέσ' από δύο ωκεανούς. Ξαναγύρισα στο νησί νιώθοντας μιαν απόλυτη πληρότητα.
(φωτ: Υ.)
Κάθε απόγευμα στις πέντε, ένα μάτσο από άντρες και παιδιά μαζευόταν στο μώλο να δουν την Πτερωτή που ερχόταν απ' τον Πειραιά. Εκείνο το απόγευμα ένιωσα πως όλοι αυτοί κατέβηκαν μόνο και μόνο για να με υποδεχτούν. Χαμάληδες, έμποροι, συνταξιούχοι, τραπεζοϋπάλληλοι, αγόρια και κορίτσια, χωρικοί, μεροκαματιάρηδες, φαναρτζήδες, ταχυδρόμοι, όλοι μ' αγκάλιαζαν, με φίλαγαν, μου 'διναν τα θερμά τους ελληνικά καλωσορίσματα.
*
Ξαφνικά, από πίσω μου ακούστηκε μια δυνατή σπαραχτική κραυγή, που μ' έκανε να πηδήσω απ' την τρομάρα μου, σαν να 'ρχόταν κανένα τραίνο ορμητικά καταπάνω μου. Το πράμα συνέχισε σ' ένα ξέφρενο κρεσέντο που σε ξεκούφαινε. Τελικά, είδα από πού ερχόταν: ήταν η κόρνα ενός μεγαφώνου που 'ταν κρεμασμένο μαζί με κάτι σκισμένα απ' τον αέρα χάρτινα πανώ, πάνω απ' την πόρτα του σχολείου. Ακούστηκε έν' ακόμα ξέφρενο σκούξιμο, κι ύστερα τα πράγματα ηρέμησαν.
Πέρασα απ' την άλλη πλευρά της πλατείας προς την ταβέρνα του Στρατή:
— Κάποιονε σφάζουνε μέσ' στο σχολείο, φώναξα.
— Ναι, μ' αρέσουνε τα παλιά καλά τραγούδια. Εσένα σ' αρέσουνε; είπε ο Στρατής.
— Μα τι συνέβη μέσ' στο σχολείο;
— Έχουνε χοροεσπερίδα. Μια φανταστική Ευρωπαϊκή χοροεσπερίδα. Μαζεύουνε λεφτά για ν' αγοράσουνε εκπαιδευτικό υλικό για το σχολείο. Κι οι ηλεκτρολόγοι δεν μπορούν να ρυθμίσουν το γραμμόφωνο πολύ καλά. Είν' ένα μπέρδεμα, μας λένε.
— Τι είναι το μπέρδεμα; ρώτησε ο Στάμος, ορμώντας κοντά μας λαχανιασμένος απ' το χορό. Τι είναι το μπέρδεμα; Μου βάζεις και λίγο κρασί, σε παρακαλώ;
— Άκου τι λέει! Τι είναι, μωρ' αδερφέ μου, το μπέρδεμα; Δεν ξέρεις Ελληνικά;
Το σκούξιμο ξανάρχισε. Κάτω απ' τη στριγγιά του κραυγή, το τραγούδι κι ο χορός συνεχίστηκε κι ο κύκλος ξανάκλεισε στο δικό του αρμονικό κι ανέμελο μοτίβο, λες και το γραμμόφωνο δεν ακουγόταν καθόλου.
— Α! Έχεις δίκιο, είπε ο Στάμος. Μ' αρέσει να βλέπω ανθρώπους να διασκεδάζουνε με παλιά τραγούδια και χορούς. Μα αυτοί εκεί μέσα τι είδους διασκέδαση κάνουνε;
Όλοι γνέψανε πως κατάλαβαν. Μα το μεγάφωνο απ' την άλλη πάντα της πλατείας, μας ματσακόνιζε αλύπητα, καθώς γινόταν πιο δυνατό και πιο καθαρό.
— Πάμε όλοι μέσα, να το καλαμπουρίσουμε, κορδώθηκε ο Στάμος. Βάλε λίγο κρασάκι πρώτα.
Oι σκάλες προς τον Άη Γιώργη (φωτ: Υ.)
Η Ποριώτικη παρέα μας στην πλατεία συνέχιζε απτόητη το τραγούδι και το χορό:
Του Αΐ Γιωργιού τ' ανήφορο
ανέβαινα πετώντας,
τώρα μου κόψαν τα φτερά
και πάω περπατώντας.
Στέκω και σε καμαρώνω
απ' τα νύχια ως την κορφή
Κανένα σφάλμα δε σου βρίσκω
στο ωραίο σου κορμί.
Έλα μου 'δω! Δεν έρχομαι.
Μικρούλα είμαι και ντρέπομαι
Έλα με τη μαΐστρα σου,
που να καεί η χωρίστρα σου.
Έλα μου 'δω χρυσέ μου αητέ
που σ' έχει η μάννα σου ένανε.
Άγιε μου Γιώργη γείτονα,
να μ' έπαιρνες να γλύτωνα
Άγιε μου Γιώργη καβαλάρη
κάνε μου κι αυτή τη χάρη.
Ανάθεμά σε Πειραιά
κι εσύ Πασαλιμάνι
που μ' έκανες και ξέχασα
του Πόρου το λιμάνι.Μα κάποιοι απ' την παρέα που 'μεναν στην Μπρίνια, γκρινιάξανε λίγο κι άλλαξαν το στιχάκι του τραγουδιού:
Της Μπρίνιας τον ανήφορο ανέβαινα πετώντας,
τώρα μου κόψαν τα φτερά και πάω περπατώντας...
(φωτ: K.)
Τα λόγια απ' το τραγούδι χανόντουσαν κάτω απ' την ξέφρενη φασαρία και το βομβαρδισμό που 'ρχόταν απ' το σχολείο. Ο Μίλτος έκανε πλάκα με την κόντρα μεταξύ τραγουδιού και γραμμοφώνου και με την τσαντίλα του Στάμου, που μας φώναξε να βιαστούμε παίρνοντας και τα ποτήρια μας γιομάτα κρασί. Είπε πως πρέπει να μπούμε όλοι μαζί στο σχολείο, να κουφάνουμε εμείς το γραμμόφωνο με το τραγούδι μας. Κι όλη αυτή την ώρα, ο Μίλτος το καλαμπούριζε και κρυφογέλαγε μόνος του.
Ο Στρατής σερβίρισε πιο πολύ κρασί, παρά τις διαμαρτυρίες μας, ο Μίλτος κι εγώ ήπιαμε κι ακολουθήσαμε τυφλά το Στάμο, σαν δυο νέοι Σάντσο Πάντσα πίσω απ' το Δον Κιχώτη τους, που πέρναγε την πλατεία βαδίζοντας για το σχολείο.
Το μεγάφωνο γαύγιζε ένα αργό πλούσιο τραγούδι στο ρυθμό του ταγκό, από κείνα που ήταν τόσο αγαπητά στην Ελλάδα κείνη τη χρονιά:
Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι
Και είσαι όλος γεμάτος κάτι
Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι... ...
Peter Gray
Απόδοση: Γιάννης Μανιάτης
Peter Gray, Οι Ποριώτες στο νησί τους
Απόδοση: Γιάννης Μανιάτης
Εκδόσεις: Δήμος Πόρου, 2002 (στον εκδοτικό οίκο Κοράλι)
-το βιβλίο εκδόθηκε στις Η.Π.Α. το 1942-
(φωτ: Υ.)
Ακόμα:
Με τον Πήτερ Γκρέη, στον Πόρο, στο ταξιδεύοντας
*
Στο λιμανάκι της Αίγινας είχες πάντα την έννοια μιας κυκλωμένης θάλασσας. Εδώ στο στενό του Πόρου — το κανάλι κρύβεται και στενεύει σε δύο άκρες — νιώθεις μόνο τη στεριά' η μικρή άσπρη πόλη καθρεφτίζεται στο νερό' τα ψηλά βουνά της Αργολίδας με την κορφογραμμή της Κοιμωμένης ξύνουν τον ουρανό. Τα βράχια και το πευκόδασο του νησιού, ο καταπράσινος κάμπος του Δαμαλά με τα σκούρα κυπαρίσσια του, οι συκομουριές , οι πορτοκαλιές και τ' αμπέλια, το χωριουδάκι του Γαλατά, όπου το κανάλι στενεύει πιο πολύ, τα ανάκατα καφετιά βράχια πάνω απ' τον Πόρο, οι ερειπωμένοι ανεμόμυλοι, το ρολόι, οι πράσινες αυλές, οι φωνές των παιδιών, οι απόηχοι και οι μυρωδιές της στεριάς, όλα συναγμένα σ' ένα θεσπέσιο ανθολόγημα. Η κάτασπρη πόλη με την ήρεμη βουνοτριγύριστη λίμνη που απλώνεται μπροστά της, ήταν ο προορισμός μου, ήταν το τέλος του ταξιδιού μου μέσ' από δύο ωκεανούς. Ξαναγύρισα στο νησί νιώθοντας μιαν απόλυτη πληρότητα.
(φωτ: Υ.)
Κάθε απόγευμα στις πέντε, ένα μάτσο από άντρες και παιδιά μαζευόταν στο μώλο να δουν την Πτερωτή που ερχόταν απ' τον Πειραιά. Εκείνο το απόγευμα ένιωσα πως όλοι αυτοί κατέβηκαν μόνο και μόνο για να με υποδεχτούν. Χαμάληδες, έμποροι, συνταξιούχοι, τραπεζοϋπάλληλοι, αγόρια και κορίτσια, χωρικοί, μεροκαματιάρηδες, φαναρτζήδες, ταχυδρόμοι, όλοι μ' αγκάλιαζαν, με φίλαγαν, μου 'διναν τα θερμά τους ελληνικά καλωσορίσματα.
*
Ξαφνικά, από πίσω μου ακούστηκε μια δυνατή σπαραχτική κραυγή, που μ' έκανε να πηδήσω απ' την τρομάρα μου, σαν να 'ρχόταν κανένα τραίνο ορμητικά καταπάνω μου. Το πράμα συνέχισε σ' ένα ξέφρενο κρεσέντο που σε ξεκούφαινε. Τελικά, είδα από πού ερχόταν: ήταν η κόρνα ενός μεγαφώνου που 'ταν κρεμασμένο μαζί με κάτι σκισμένα απ' τον αέρα χάρτινα πανώ, πάνω απ' την πόρτα του σχολείου. Ακούστηκε έν' ακόμα ξέφρενο σκούξιμο, κι ύστερα τα πράγματα ηρέμησαν.
Πέρασα απ' την άλλη πλευρά της πλατείας προς την ταβέρνα του Στρατή:
— Κάποιονε σφάζουνε μέσ' στο σχολείο, φώναξα.
— Ναι, μ' αρέσουνε τα παλιά καλά τραγούδια. Εσένα σ' αρέσουνε; είπε ο Στρατής.
— Μα τι συνέβη μέσ' στο σχολείο;
— Έχουνε χοροεσπερίδα. Μια φανταστική Ευρωπαϊκή χοροεσπερίδα. Μαζεύουνε λεφτά για ν' αγοράσουνε εκπαιδευτικό υλικό για το σχολείο. Κι οι ηλεκτρολόγοι δεν μπορούν να ρυθμίσουν το γραμμόφωνο πολύ καλά. Είν' ένα μπέρδεμα, μας λένε.
— Τι είναι το μπέρδεμα; ρώτησε ο Στάμος, ορμώντας κοντά μας λαχανιασμένος απ' το χορό. Τι είναι το μπέρδεμα; Μου βάζεις και λίγο κρασί, σε παρακαλώ;
— Άκου τι λέει! Τι είναι, μωρ' αδερφέ μου, το μπέρδεμα; Δεν ξέρεις Ελληνικά;
Το σκούξιμο ξανάρχισε. Κάτω απ' τη στριγγιά του κραυγή, το τραγούδι κι ο χορός συνεχίστηκε κι ο κύκλος ξανάκλεισε στο δικό του αρμονικό κι ανέμελο μοτίβο, λες και το γραμμόφωνο δεν ακουγόταν καθόλου.
— Α! Έχεις δίκιο, είπε ο Στάμος. Μ' αρέσει να βλέπω ανθρώπους να διασκεδάζουνε με παλιά τραγούδια και χορούς. Μα αυτοί εκεί μέσα τι είδους διασκέδαση κάνουνε;
Όλοι γνέψανε πως κατάλαβαν. Μα το μεγάφωνο απ' την άλλη πάντα της πλατείας, μας ματσακόνιζε αλύπητα, καθώς γινόταν πιο δυνατό και πιο καθαρό.
— Πάμε όλοι μέσα, να το καλαμπουρίσουμε, κορδώθηκε ο Στάμος. Βάλε λίγο κρασάκι πρώτα.
Oι σκάλες προς τον Άη Γιώργη (φωτ: Υ.)
Η Ποριώτικη παρέα μας στην πλατεία συνέχιζε απτόητη το τραγούδι και το χορό:
Του Αΐ Γιωργιού τ' ανήφορο
ανέβαινα πετώντας,
τώρα μου κόψαν τα φτερά
και πάω περπατώντας.
Στέκω και σε καμαρώνω
απ' τα νύχια ως την κορφή
Κανένα σφάλμα δε σου βρίσκω
στο ωραίο σου κορμί.
Έλα μου 'δω! Δεν έρχομαι.
Μικρούλα είμαι και ντρέπομαι
Έλα με τη μαΐστρα σου,
που να καεί η χωρίστρα σου.
Έλα μου 'δω χρυσέ μου αητέ
που σ' έχει η μάννα σου ένανε.
Άγιε μου Γιώργη γείτονα,
να μ' έπαιρνες να γλύτωνα
Άγιε μου Γιώργη καβαλάρη
κάνε μου κι αυτή τη χάρη.
Ανάθεμά σε Πειραιά
κι εσύ Πασαλιμάνι
που μ' έκανες και ξέχασα
του Πόρου το λιμάνι.Μα κάποιοι απ' την παρέα που 'μεναν στην Μπρίνια, γκρινιάξανε λίγο κι άλλαξαν το στιχάκι του τραγουδιού:
Της Μπρίνιας τον ανήφορο ανέβαινα πετώντας,
τώρα μου κόψαν τα φτερά και πάω περπατώντας...
(φωτ: K.)
Τα λόγια απ' το τραγούδι χανόντουσαν κάτω απ' την ξέφρενη φασαρία και το βομβαρδισμό που 'ρχόταν απ' το σχολείο. Ο Μίλτος έκανε πλάκα με την κόντρα μεταξύ τραγουδιού και γραμμοφώνου και με την τσαντίλα του Στάμου, που μας φώναξε να βιαστούμε παίρνοντας και τα ποτήρια μας γιομάτα κρασί. Είπε πως πρέπει να μπούμε όλοι μαζί στο σχολείο, να κουφάνουμε εμείς το γραμμόφωνο με το τραγούδι μας. Κι όλη αυτή την ώρα, ο Μίλτος το καλαμπούριζε και κρυφογέλαγε μόνος του.
Ο Στρατής σερβίρισε πιο πολύ κρασί, παρά τις διαμαρτυρίες μας, ο Μίλτος κι εγώ ήπιαμε κι ακολουθήσαμε τυφλά το Στάμο, σαν δυο νέοι Σάντσο Πάντσα πίσω απ' το Δον Κιχώτη τους, που πέρναγε την πλατεία βαδίζοντας για το σχολείο.
Το μεγάφωνο γαύγιζε ένα αργό πλούσιο τραγούδι στο ρυθμό του ταγκό, από κείνα που ήταν τόσο αγαπητά στην Ελλάδα κείνη τη χρονιά:
Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι
Και είσαι όλος γεμάτος κάτι
Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι... ...
Peter Gray
Απόδοση: Γιάννης Μανιάτης
Peter Gray, Οι Ποριώτες στο νησί τους
Απόδοση: Γιάννης Μανιάτης
Εκδόσεις: Δήμος Πόρου, 2002 (στον εκδοτικό οίκο Κοράλι)
-το βιβλίο εκδόθηκε στις Η.Π.Α. το 1942-
(φωτ: Υ.)
Ακόμα:
Με τον Πήτερ Γκρέη, στον Πόρο, στο ταξιδεύοντας
<< Αρχική σελίδα