Κίχλη

Image and video hosting by TinyPic

Image and video hosting by TinyPic

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

21 ~ Γιάννης Γ. Σφακιανάκης: Στην Ασπροθάλασσα - Πόρος

Δε θα ξεχάσω ποτέ, όταν στρίψαμε τον Κάβο-Σκυλί και φάνηκε μπροστά μας ορθοστύλωτος και γκριζοκόκκινος ο βράχος της Κολόνας με τα σπιτάκια του, με το ρολόι του και με τους κάκτους, που ριζοβόλησαν ανάμεσα στα βράχια του. Είταν καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Αγνάντια του κόρφου του μοναστηριού, στη στεριά της Τροιζηνίας κατά το Γαλατά, άκουγες θαρρείς τα τζιτζίκια που τσίριζαν και τις ασημόφεγγες λεύκες, που φουρφούριζαν στο πράο αγέρι. Ανοιχτοπράσινο ξεχώριζε το λεμονόδασο μέσα στις σκούρες σύδεντρες πλαγιές. Το Μοναστήρι από την πλατεία της Κολόνας (λέγεται Κολόνα γιατί υπάρχει μια στήλη μπηγμένη μεσ' στο χώμα από μαυριδερό μάρμαρο, άγνωστο πώς βρέθηκε εκεί) είναι σε απόσταση μισής ώρας, αφού περάσεις το Ναυτικό Προγυμναστήριο, το γιοφύρι του καναλιού της Σφαιρίας Χερσόνησος, όπως την έλεγε ο Παυσανίας, που τώρα έγινε ένα τριγωνικό νησάκι, με το Προγυμναστήριο επάνω του και το νεκροταφείο του "Άσπρου Γάτου".

Έκανε φοβερή ζέστη, ο κόρφος το Νεώριου και του Παλιού Ναύσταθμου είχε πήξει. Έβραζε και μύριζε άρμη. Τύφλωνε η αντιφεγγιά του καθώς τη χτυπούσε ο ήλιος. Από τη μπάντα του σπιτιού του Δραγούμη, του "Κόκκινου Σπιτιού" όπως το λένε, καλαφατίζανε ένα σκαφίδι. Πήγα και κάθισα λίγην ώρα στον ίσκιο που έριχνε η πρύμη του πάνω στον άμμο με το πουκάμισο που 'χε κολλήσει απάνω μου απ' τον ίδρο. Άμα στέγνωσα σηκώθηκα. Φορτώθηκα στην πλάτη μου το γυλιό και ξανακίνησα. Περπατούσα στην τύχη πάνω στη δημοσιά που άναβε από τη ζέστη κι έφτασα σ' ένα ρημοκλησάκι ασβεστοχρισμένο με κεραμιδένια στέγη, μ' ένα φουντωτό πεύκο στον αυλόγυρό του. Δεν πίστευα πως τούτο είταν το Μοναστήρι που γύρευα, μα πάλι άλλο μοναστήρι δε φαινόταν πουθενά κι ο δρόμος τέλευε, θαρρείς, εκεί κατά το γύρισμα.


(φωτ: Υ.)

Κάθισα στο πεζούλι να ξαποστάσω, άναψα κι ένα τσιγάρο να μου φύγει το μεράκι. Ο ίσκιος του πεύκου έπεφτε παχύς πάνω στην αυλή κι έκοβε λίγο τη βράση.

Ύστερα ξαναπήρα το γυλιό μου και μπήκα στο δρόμο. Στο στρίψιμο της δημοσιάς στάθηκα κι έψαξα ένα γύρω να βρω κάποιον να τον ρωτήσω για το Μοναστήρι. Ψυχή πουθενά. Πισωδρόμησα, ξαναπέρασα το ρημοκλήσι κι όδευα κατά το Νεώριο, όταν είδα μια μισόκοπη γυναίκα μ' ένα παιδάκι να 'ρχωνται.
- Κατά πού πέφτει το Μοναστήρι; της είπα άμα ζύγωσε.

Μου 'δειξε με το χέρι της κατά το γύρισμα του δρόμου.
- Κατά κει θα προχωρήσεις και θα βρεις το Μοναστήρι.

Φχαρίστησα τη γυναίκα και τράβηξα.
Η δημοσιά σε κείνη τη μπάντα έστριβε ένα γύρω έτσι που δε μπορούσες να το φανταστείς και τραβούσε σαν κορνίζα στο φρύδι του βουνού. Από τη μια, κατάκορφη τραχιά βουνοπλαγιά ολόφυτη με ορεσίβιους πεύκους, κι από την άλλη η ίδια πλαγιά να χύνεται σε πεντακάθαρο τρίσβαθο γιαλό, που ξεχώριζε διάφανος και διαμαντένιος μέσ' από τις αναδεντράδες.


(φωτ: Υ.)

Ο ήλιος κατηφόριζε στη θάλασσα πυροκόκκινος απ' το κάμα και πήρε να αναριπίζει το ασάλευτο νερό στο Αγγελικό και στα Φρυκάδια. Ένα απάλαφρο φρούμισμα σούρθηκε απ' τις ψηλές κορφές κι αναφουρφούρισε τις πευκοβελόνες. Η ζέστη και η κούραση είχαν στανιάσει το κορμί μου. Ένιωθα το πετσί μου να τσιτώνει, να καίγεται απ' την ανάβρα κι από το αλάτι.

Ξεστράτισα καμιά φορά απ' τη δημοσιά και πήρα την κατηφοριά για το γιαλό. Κυλούσα από βράχο σε βράχο, από πεύκο σε πεύκο κι έβλεπα στο βάθος τη θάλασσα ν' αστράφτει σμαραγδένια και να γλύφει το χρυσαμουδένιο ξέκορφο, που 'ταν περιζωσμένο με καφετιά βράχια και χαμοπούρναρα. Συχνά γλιστρούσε το πόδι πάνω στις ξερές πευκοβελόνες κι είτανε κίντυνος να κουτρουβαλήσω. Δεν είταν θάλασσα αυτή που μπήκα, δεν είταν λουτρό, είταν ξαναβάφτισμα. Έσβησ' η φωτιά μέσα μου, δροσέρεψε το κορμί μου, αναγάλλιασε η ψυχή μου. Είδα τον εαυτό μου και τον κόσμο διαφορετικά. Είτανε θαρρρείς, ένας κόσμος παραδεισιακός, είμουνα ένας πρωτόπλαστος. Είμουνα μονάχος στην ακροθαλασσιά του Αγγελικού σε μια ώρα που βασίλευε ο ήλιος. Είναι κάτι στιγμές εντατικές και τρίσβαθες σαν αιώνιες, που ο άνθρωπος υπάρχει μέσα στον ίδιο ρυθμό με την καρδιά της θάλασσας, με το δέντρο, με το βουνό. Είναι τόσο γεμάτος απ' το τραγούδι της ζωής για να μην είναι μονάχος, για να μην είναι ένας και διαφορετικός απ' το γυμνό εκείνο σύμπλεγμα, που το 'πλασε η φύση σε κάτι μυστικές ώρες για να σημαίνει την ιερογαμία του ουρανού και της θάλασσας.

Ξαναπήρα την πλαγιά κι έφτασα στη δημοσιά. Το Μοναστήρι φάνηκε αγνάντια σαν βραχοστύλωτο κάστρο μέσ' απ' τα ψηλά κυπαρίσσια.
... ... ...

Γιάννης Γ. Σφακιανάκης

Νέα Εστία, τχ. 672
1η Αυγούστου 1955
(αρχείο EKEBI)


Image and video hosting by TinyPic
Η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής
Φωτογραφία:
ethnos.gr
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • Powered by Blogger

    Εγγραφή σε
    Αναρτήσεις [Atom]