25 ~ Χένρι Μίλλερ: Ο κολοσσός του Μαρουσιού
Ήταν τέλος φθινοπώρου που σημαίνει ότι ο καιρός ήταν όμορφα ήπιος. Κατά το μεσημέρι είδαμε τον Πόρο. Φάγαμε πρόχειρα στο κατάστρωμα - εκείνα τα αυτοσχέδια γεύματα που αρέσει στον Κατσίμπαλη να καταστρώνει οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, όταν έχει κέφι. Υποθέτω πως ποτέ δεν θα ξανανιώσω τη ζεστασιά της στοργής που με περιέβαλε εκείνο το πρωί που επιβιβαστήκαμε για το ταξίδι μας. Μιλούσαμε όλοι μαζί, το κρασί έρεε, το φαγητό αναπληρωνόταν, ο ήλιος που είχε κρυφτεί βγήκε δυνατότερος, το πλοίο λικνιζόταν απαλά, ο πόλεμος συνεχιζόταν αλλά είχε ξεχαστεί, η θάλασσα ήταν εκεί αλλά και η παραλία, οι κατσίκες αναρριχόνταν παντού, το λεμονοδάσος ήταν ορατό και η τρέλα που βρίσκεται στο άρωμά του μας είχε κιόλας καταλάβει και μας είχε φέρει τόσο κοντά όλους μας σε μια φρενίτιδα αυτοπαράδοσης.
Δεν ξέρω τι με επηρέασε πιο βαθιά — η ιστορία του λεμονοδάσους ακριβώς απέναντι μας ή η θέα του Πόρου όταν ξαφνικά ανακάλυψα ότι πλέαμε μέσα από τους δρόμους. Αν υπάρχει ένα όνειρο που μου αρέσει περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, είναι εκείνο που πλέω επί εδάφους. Μπαίνοντας στον Πόρο έχεις την ψευδαίσθηση ενός βαθύ ονείρου. Ξαφνικά η γη συγκλίνει απ' όλες τις μεριές και το καράβι ζουλιέται μέσα σε μια στενή λουρίδα θάλασσας απ' όπου δεν φαίνεται να υπάρχει έξοδος.
(φωτ: K.)
Οι άνδρες και οι γυναίκες του Πόρου κρέμονται απ' τα παράθυρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου. Σταματάς κάτω από τα φιλικά τους ρουθούνια, λες κι είσαι έτοιμος για ξύρισμα και κούρεμα ενώ ταξιδεύεις. Οι χασομέρηδες στην αποβάθρα περπατάνε με την ίδια ταχύτητα με το πλοίο: αν θέλουν μπορούν να πάνε γρηγορότερα από το πλοίο, φτάνει να επιταχύνουν το βήμα τους. Το νησί περιστρέφεται σε κυβιστικά επίπεδα, που σχηματίζονται από τοίχους και παράθυρα, από βράχια και κατσίκια, από ανεμοδαρμένα δέντρα και θάμνους, και άλλα πολλά. Πέρα, εκεί όπου η γη κάνει καμπύλες σαν να μαστιγώνεται, απλώνονται τα δάση με τ' αγριολέμονα όπου την άνοιξη νέοι και γέροι τρελαίνονται από το άρωμα των χυμών και της ανθοφορίας. Μπαίνεις στο λιμάνι του Πόρου λικνιζόμενος και στροβιλιζόμενος, ένας ευγενής ηλίθιος πεταγμένος ανάμεσα σε κοντάρια και δίχτυα σ' έναν κόσμο που μόνο ο ζωγράφος ξέρει και που τον έχει και πάλι ζωντανέψει γιατί, όπως κι εσύ, όταν πρωτοείδε αυτό τον κόσμο, ένιωσε μεθυσμένος και ευτυχισμένος και ξένοιαστος. Το να πλέεις αργά μέσα από τους δρόμους του Πόρου είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά να περνάς μέσα από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια πολύ βαθιά χαρά για να μπορείς να τη θυμάσαι. Είναι μια από τις χαρές κάποιου μουδιασμένου ηλιθίου που δημιουργεί μύθους σαν αυτόν της γέννησης ενός νησιού από κάποιο βυθισμένο πλοίο. Το πλοίο, το πέρασμα, οι περιστρεφόμενοι τοίχοι, το κυματιστό τρεμούλιασμα κάτω από την κοιλιά του καραβιού, το εκτυφλωτικό φως, η πράσινη φιδίσια καμπύλη της παραλίας, οι γενειάδες που πέφτουν πάνω στο κρανίο σου από τους κατοίκους που κρέμονται αποπάνω σου, όλα αυτά, μαζί με την παλλόμενη ανάσα της φιλίας, της συμπάθειας, της καθοδήγησης, σε περιτυλίγουν και σε μαγεύουν μέχρι που εκσφενδονίζεσαι σαν άστρο που εκπλήρωσε την πορεία του και η καρδιά σου σκορπίζεται με τα λιωμένα της συντρίμμια μακριά στα πέρατα του κόσμου.
(φωτ: Y.)
Τώρα που τα γράφω αυτά είναι περίπου η ίδια ώρα της ημέρας μερικούς μήνες αργότερα. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν το ρολόι και το ημερολόγιο. Όσον αφορά την αλήθεια, είναι ένας αιώνας από τότε που πέρασα από τα στενά. Δεν θα ξαναγίνει. Κανονικά θα έπρεπε να λυπάμαι σε τούτη τη σκέψη, αλλά δεν το κάνω τώρα. Όλα συνηγορούν στο να είμαι λυπημένος αυτή την ώρα: όλα τα προαισθήματα που έχω εδώ και δέκα χρόνια επαληθεύονται. Αυτή είναι μια από τις κατώτερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει σημείο ελπίδας στον ορίζοντα. Όλος ο κόσμος είναι βυθισμένος στη σφαγή και την αιματοχυσία. Επαναλαμβάνω — δεν λυπάμαι. Άσε τον κόσμο να πάρει το μπάνιο του στο αίμα — εγώ θα κολλήσω στον Πόρο. Μπορεί να περάσουν εκατομμύρια χρόνια και μπορεί να ξαναγυρίσω πάλι και πάλι στον ένα πλανήτη ή στον άλλο, ως άνθρωπος, ως διάολος, ως αρχάγγελος (δεν με νοιάζει πώς, ποιος, τι ή πότε), αλλά τα πόδια μου ποτέ δεν θ' αφήσουν αυτό το πλοίο, τα μάτια μου ποτέ δεν θα κλείσουν μπροστά σε αυτή τη σκηνή, οι φίλοι μου ποτέ δεν θα εξαφανιστούν. Αυτή ήταν μια στιγμή που αντέχει στο χρόνο, που επιβιώνει παγκόσμιων πολέμων, που θα κρατήσει περισσότερο από τη ζωή του ίδιου του πλανήτη Γη. Αν ποτέ κατορθώσω την πληρότητα που επικαλούνται οι βουδιστές, αν θα έχω ποτέ την επιλογή είτε να επιτύχω τη Νιρβάνα είτε να μείνω πίσω για να παρακολουθώ και να καθοδηγώ εκείνους που θα έρχονται, λέω τώρα ας μείνω πίσω, ας υπερίπταμαι σαν ένα ευγενικό πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου κοιτάζοντας τον ταξιδιώτη μ' ένα χαμόγελο ειρήνης και χαράς. Μπορώ να δω όλη την ανθρωπότητα να στραγγίζεται στο λαιμό του μπουκαλιού εδώ, γυρεύοντας μια έξοδο στον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς. Μακάρι να έρθουν, να ξεμπαρκάρουν, να μείνουν και να ξεκουραστούν για λίγο εν ειρήνη.
Δεν ξέρω τι με επηρέασε πιο βαθιά — η ιστορία του λεμονοδάσους ακριβώς απέναντι μας ή η θέα του Πόρου όταν ξαφνικά ανακάλυψα ότι πλέαμε μέσα από τους δρόμους. Αν υπάρχει ένα όνειρο που μου αρέσει περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, είναι εκείνο που πλέω επί εδάφους. Μπαίνοντας στον Πόρο έχεις την ψευδαίσθηση ενός βαθύ ονείρου. Ξαφνικά η γη συγκλίνει απ' όλες τις μεριές και το καράβι ζουλιέται μέσα σε μια στενή λουρίδα θάλασσας απ' όπου δεν φαίνεται να υπάρχει έξοδος.
(φωτ: K.)
Οι άνδρες και οι γυναίκες του Πόρου κρέμονται απ' τα παράθυρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου. Σταματάς κάτω από τα φιλικά τους ρουθούνια, λες κι είσαι έτοιμος για ξύρισμα και κούρεμα ενώ ταξιδεύεις. Οι χασομέρηδες στην αποβάθρα περπατάνε με την ίδια ταχύτητα με το πλοίο: αν θέλουν μπορούν να πάνε γρηγορότερα από το πλοίο, φτάνει να επιταχύνουν το βήμα τους. Το νησί περιστρέφεται σε κυβιστικά επίπεδα, που σχηματίζονται από τοίχους και παράθυρα, από βράχια και κατσίκια, από ανεμοδαρμένα δέντρα και θάμνους, και άλλα πολλά. Πέρα, εκεί όπου η γη κάνει καμπύλες σαν να μαστιγώνεται, απλώνονται τα δάση με τ' αγριολέμονα όπου την άνοιξη νέοι και γέροι τρελαίνονται από το άρωμα των χυμών και της ανθοφορίας. Μπαίνεις στο λιμάνι του Πόρου λικνιζόμενος και στροβιλιζόμενος, ένας ευγενής ηλίθιος πεταγμένος ανάμεσα σε κοντάρια και δίχτυα σ' έναν κόσμο που μόνο ο ζωγράφος ξέρει και που τον έχει και πάλι ζωντανέψει γιατί, όπως κι εσύ, όταν πρωτοείδε αυτό τον κόσμο, ένιωσε μεθυσμένος και ευτυχισμένος και ξένοιαστος. Το να πλέεις αργά μέσα από τους δρόμους του Πόρου είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά να περνάς μέσα από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια πολύ βαθιά χαρά για να μπορείς να τη θυμάσαι. Είναι μια από τις χαρές κάποιου μουδιασμένου ηλιθίου που δημιουργεί μύθους σαν αυτόν της γέννησης ενός νησιού από κάποιο βυθισμένο πλοίο. Το πλοίο, το πέρασμα, οι περιστρεφόμενοι τοίχοι, το κυματιστό τρεμούλιασμα κάτω από την κοιλιά του καραβιού, το εκτυφλωτικό φως, η πράσινη φιδίσια καμπύλη της παραλίας, οι γενειάδες που πέφτουν πάνω στο κρανίο σου από τους κατοίκους που κρέμονται αποπάνω σου, όλα αυτά, μαζί με την παλλόμενη ανάσα της φιλίας, της συμπάθειας, της καθοδήγησης, σε περιτυλίγουν και σε μαγεύουν μέχρι που εκσφενδονίζεσαι σαν άστρο που εκπλήρωσε την πορεία του και η καρδιά σου σκορπίζεται με τα λιωμένα της συντρίμμια μακριά στα πέρατα του κόσμου.
(φωτ: Y.)
Τώρα που τα γράφω αυτά είναι περίπου η ίδια ώρα της ημέρας μερικούς μήνες αργότερα. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν το ρολόι και το ημερολόγιο. Όσον αφορά την αλήθεια, είναι ένας αιώνας από τότε που πέρασα από τα στενά. Δεν θα ξαναγίνει. Κανονικά θα έπρεπε να λυπάμαι σε τούτη τη σκέψη, αλλά δεν το κάνω τώρα. Όλα συνηγορούν στο να είμαι λυπημένος αυτή την ώρα: όλα τα προαισθήματα που έχω εδώ και δέκα χρόνια επαληθεύονται. Αυτή είναι μια από τις κατώτερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει σημείο ελπίδας στον ορίζοντα. Όλος ο κόσμος είναι βυθισμένος στη σφαγή και την αιματοχυσία. Επαναλαμβάνω — δεν λυπάμαι. Άσε τον κόσμο να πάρει το μπάνιο του στο αίμα — εγώ θα κολλήσω στον Πόρο. Μπορεί να περάσουν εκατομμύρια χρόνια και μπορεί να ξαναγυρίσω πάλι και πάλι στον ένα πλανήτη ή στον άλλο, ως άνθρωπος, ως διάολος, ως αρχάγγελος (δεν με νοιάζει πώς, ποιος, τι ή πότε), αλλά τα πόδια μου ποτέ δεν θ' αφήσουν αυτό το πλοίο, τα μάτια μου ποτέ δεν θα κλείσουν μπροστά σε αυτή τη σκηνή, οι φίλοι μου ποτέ δεν θα εξαφανιστούν. Αυτή ήταν μια στιγμή που αντέχει στο χρόνο, που επιβιώνει παγκόσμιων πολέμων, που θα κρατήσει περισσότερο από τη ζωή του ίδιου του πλανήτη Γη. Αν ποτέ κατορθώσω την πληρότητα που επικαλούνται οι βουδιστές, αν θα έχω ποτέ την επιλογή είτε να επιτύχω τη Νιρβάνα είτε να μείνω πίσω για να παρακολουθώ και να καθοδηγώ εκείνους που θα έρχονται, λέω τώρα ας μείνω πίσω, ας υπερίπταμαι σαν ένα ευγενικό πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου κοιτάζοντας τον ταξιδιώτη μ' ένα χαμόγελο ειρήνης και χαράς. Μπορώ να δω όλη την ανθρωπότητα να στραγγίζεται στο λαιμό του μπουκαλιού εδώ, γυρεύοντας μια έξοδο στον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς. Μακάρι να έρθουν, να ξεμπαρκάρουν, να μείνουν και να ξεκουραστούν για λίγο εν ειρήνη.
Henry Miller
Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη
Ο κολοσσός του Μαρουσιού
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, 2003
Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη
Η ταβέρνα Πλάτανος, στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου (φωτ: K.)
Ακόμα:
Στον Πόρο, και αλλού, με τον Χένρυ Μίλλερ, στο ταξιδεύοντας