27 ~ Κοσμάς Πολίτης: Λεμονοδάσος
...Κατά τις τέσσερεις το απόγεμα, καθώς περιμένω κάτω από το υπόστεγο να περάσει το πλοίο για τον Πειραιά, η φωνή κάποιου κλάξον μ' έκανε να γυρίσω το κεφάλι. Έν' αυτοκίνητο σταμάτησε πιο πέρα, σε μικρή απόσταση από κει που στεκόμουν.
Η Βίργκω κατεβαίνει γελαστή μαζί με δυο κυρίες κι έναν κύριο.
«Ελπίζω να μην έμαθε την επίσκεψή μου», είναι η πρώτη μου σκέψη.
Με παρατήρησε κι εκείνη. Στέκεται και χαμογελά. Κάνω ένα βήμα και τότε τρέχει καταπάνω μου.
-Πώς, εδώ στον Πόρο! Πότε ήρθατε; Χθες αργά; Και κοιμηθήκατε σε τούτο το ξενοδοχείο; Θεέ μου, είναι δυνατόν! Μα πώς έρχεστε στον Πόρο έτσι, στο νησί μου, δίχως να ξέρω τίποτα, δίχως να σας οδηγήσω εγώ; Θυμάστε τι μου λέγατε στους Δελφούς; E, λοιπόν κι εδώ χρειάζεται μια προετοιμασία, μια καθοδήγηση - αλλιώς δε νιώθετε την ομορφιά.
Είδε τη βαλίτσα μου ακουμπισμένη πάνω σε μια καρέκλα.
- Φεύγετε απόψε; Αμ βέβαια, καταλαβαίνω, αύριο Δευτέρα, θα 'χετε δουλειά.
Δίστασε
- Ακούστε, μου λέει, πρέπει να ξανάρθετε στον Πόρο δίχως άλλο. Υποσχεθείτε μου πως θα 'ρθετε, αλλιώς θα το πάρω για προσβολή δική μου... Να έπιασε η βροχή. Επιτέλους! - Μαμά, φώναξε, βρέχει!
(φωτ: Υ.)
[....] ...Πάνω από τον Υμηττό ροδίζουνε τα συννεφάκια. Μια θάλασσα τριανταφυλλιά... Μ' αυτό το τρένο κατέβηκα τόσες φορές να πάρω το πλοίο για τον Πόρο. Και σήμερα ίσως να φεύγει κάποιο πλοίο... ένα τρικάταρτο καράβι με ορθάνοιχτα μαύρα πανιά.
... Η εποχή είναι προχωρημένη, δεν έχει πλοίο πια. Μόνο κάποια μπενζίνα φεύγει το μεσημέρι για τα Μέθανα. Δέχουνται να με πάρουν με ιδιαίτερη αμοιβή.
...Έξω απ' το λιμάνι ο αέρας μάς δέρνει αλύπητα κι αρχίζομε το σκαμπανέβασμα. Ευτυχώς δεν είναι φλύαρο το τσούρμο. Μου προσφέρουνε ψωμί κι ελιές καθώς με βλέπουν να τρώγω με τα μάτια το λιτό φαΐ τους.
Τα ξαναβλέπω όλα. Την ακτή με τα πεύκα που γέρνουνε στη θάλασσα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μόνο που το φως γίνηκε μελιχρό, δεν ξεχωρίζει πια μακριά, μέσα στο σύθαμπο, ο Ιησούς επί των υδάτων. Γι αυτό η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη.
Γεμίζω την ψυχή μου με τη φύση αυτή που γνώρισε τα ονειροπολήματα της σύντομης ζωής μου. Τρεις μήνες κράτησε. Θέλω να κλείσω μέσα μου και το ελάχιστο μόριο, να το συναποκομίσω στο μακρινό ταξίδι μου. Όλα τα βλέπω για τελευταία φορά, ναι, ίσως για τελευταία φορά.
Στα Μέθανα φτάνομε το σούρουπο. Μετά μια ώρα περνούμε το στενό του Πόρου. Η πανσέληνος ανατέλλει τεράστια και υπερφυσική, φωτίζοντας τα ερείπια κάποιου ονείρου... ... ...
Κοσμάς Πολίτης
Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος
Εκδόσεις: γράμματα, 2001
(φωτ: Υ.)
Η Βίργκω κατεβαίνει γελαστή μαζί με δυο κυρίες κι έναν κύριο.
«Ελπίζω να μην έμαθε την επίσκεψή μου», είναι η πρώτη μου σκέψη.
Με παρατήρησε κι εκείνη. Στέκεται και χαμογελά. Κάνω ένα βήμα και τότε τρέχει καταπάνω μου.
-Πώς, εδώ στον Πόρο! Πότε ήρθατε; Χθες αργά; Και κοιμηθήκατε σε τούτο το ξενοδοχείο; Θεέ μου, είναι δυνατόν! Μα πώς έρχεστε στον Πόρο έτσι, στο νησί μου, δίχως να ξέρω τίποτα, δίχως να σας οδηγήσω εγώ; Θυμάστε τι μου λέγατε στους Δελφούς; E, λοιπόν κι εδώ χρειάζεται μια προετοιμασία, μια καθοδήγηση - αλλιώς δε νιώθετε την ομορφιά.
Είδε τη βαλίτσα μου ακουμπισμένη πάνω σε μια καρέκλα.
- Φεύγετε απόψε; Αμ βέβαια, καταλαβαίνω, αύριο Δευτέρα, θα 'χετε δουλειά.
Δίστασε
- Ακούστε, μου λέει, πρέπει να ξανάρθετε στον Πόρο δίχως άλλο. Υποσχεθείτε μου πως θα 'ρθετε, αλλιώς θα το πάρω για προσβολή δική μου... Να έπιασε η βροχή. Επιτέλους! - Μαμά, φώναξε, βρέχει!
(φωτ: Υ.)
[....] ...Πάνω από τον Υμηττό ροδίζουνε τα συννεφάκια. Μια θάλασσα τριανταφυλλιά... Μ' αυτό το τρένο κατέβηκα τόσες φορές να πάρω το πλοίο για τον Πόρο. Και σήμερα ίσως να φεύγει κάποιο πλοίο... ένα τρικάταρτο καράβι με ορθάνοιχτα μαύρα πανιά.
... Η εποχή είναι προχωρημένη, δεν έχει πλοίο πια. Μόνο κάποια μπενζίνα φεύγει το μεσημέρι για τα Μέθανα. Δέχουνται να με πάρουν με ιδιαίτερη αμοιβή.
...Έξω απ' το λιμάνι ο αέρας μάς δέρνει αλύπητα κι αρχίζομε το σκαμπανέβασμα. Ευτυχώς δεν είναι φλύαρο το τσούρμο. Μου προσφέρουνε ψωμί κι ελιές καθώς με βλέπουν να τρώγω με τα μάτια το λιτό φαΐ τους.
Τα ξαναβλέπω όλα. Την ακτή με τα πεύκα που γέρνουνε στη θάλασσα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μόνο που το φως γίνηκε μελιχρό, δεν ξεχωρίζει πια μακριά, μέσα στο σύθαμπο, ο Ιησούς επί των υδάτων. Γι αυτό η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη.
Γεμίζω την ψυχή μου με τη φύση αυτή που γνώρισε τα ονειροπολήματα της σύντομης ζωής μου. Τρεις μήνες κράτησε. Θέλω να κλείσω μέσα μου και το ελάχιστο μόριο, να το συναποκομίσω στο μακρινό ταξίδι μου. Όλα τα βλέπω για τελευταία φορά, ναι, ίσως για τελευταία φορά.
Στα Μέθανα φτάνομε το σούρουπο. Μετά μια ώρα περνούμε το στενό του Πόρου. Η πανσέληνος ανατέλλει τεράστια και υπερφυσική, φωτίζοντας τα ερείπια κάποιου ονείρου... ... ...
Κοσμάς Πολίτης
Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος
Εκδόσεις: γράμματα, 2001
(φωτ: Υ.)