41 ~ Βασίλης Μόσχης: Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της
Ακόμη ένα καλοκαίρι στον Πόρο. Ακόμη ένα όνειρο στη ζωή που ανελέητα ξυπνά και κοιμάται στους ρυθμούς αυτών που θέλουν να τη γευτούν. Να την αρπάξουν με τα δυο τους χέρια και να την ποτίσουν με τον ιδρώτα τους κάνοντάς την δική τους. Στο ξεκίνημα κάθε διαδρομής ο έρωτας φέρνει καταιγίδες και θύελλες, που ξέρουν τόσο καλά να κρύβονται στο εσωτερικό κάθε ψυχής. Και μεταμορφώνονται σε όνειρα και ευτυχισμένες ελπίδες για να δώσουν κουράγιο στην υπόλοιπη διαδρομή. Εκτός κι αν ξεχασμένες ιστορίες θυμηθούν να ξαναγεννηθούν και να προστάξουν μια άλλη πορεία. Διαφορετική από αυτήν που ξεκίνησε, για να καταλήξει στο χείμαρρο της απόλυτης καταστροφής. Και όταν στεγνώσουν τα δάκρυα, απομένει και η κοίτη άδεια και στεγνή σαν μια ξεχασμένη ανάμνηση από κάτι που πέρασε και έφυγε. Δεν μπόρεσε να σταθεί όσο και αν πολέμησε, όσο κι αν αντιστάθηκε.
Μάχες πολλές, αγώνες και θυσίες για ένα χαμένο πόλεμο. Και νικητής δε βγαίνει ο έρωτας, βγαίνει η ζωή που πάντα φροντίζει να σε πληγώνει. Η ζωή στον Πόρο είναι τόσο γλυκιά. Ένα ιδανικό μείγμα έρωτα, μιας απαλής, αχνής γεύσης από άρωμα λεμονιού και μιας αλμύρας που εξατμίζεται πάνω από το κύμα που απαλά γλείφει την αμμουδιά και σηκώνεται μέχρι τις κορυφές να συναντήσει το άρωμα του ρετσινιού. Και μένει εκεί δίπλα στα κυκλάμινα του χειμώνα και τα θυμάρια του καλοκαιριού. Μένει ζωντανό και αμόλυντο μέσα στο πέλαγος, γιατί είναι καλά φυλαγμένο από την τρίαινα του Ποσειδώνα που τρομοκρατεί κάθε προσπάθεια βεβήλωσης.
(φωτ: K.)
Ο χρόνος ήξερε την ιστορία που θα συμβεί. Γνώριζε τις ψυχές που ήταν έτοιμες να συναντηθούν πάνω στο ηφαίστειο και να εκραγούν πάνω σε ξεχασμένους κρατήρες. Και τις κράτησε γλυκές και αμόλυντες να ζήσουν τη δική τους πορεία, να γευτούν αυτό το μυστήριο της ζωής, τη γλυκιά αμαρτία του να ζεις.
Γέμισε πάλι ο Πόρος. Ξύπνησε από το λήθαργο του χειμώνα. Τα καράβια πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά σε ένα αδιάκοπο πηγαινέλα. Μόλις τελείωσαν οι εξετάσεις, ο Φίλιππος αναχώρησε για τον Πόρο. Την επόμενη κιόλας μέρα ήταν πάνω στο καράβι και ανάσαινε την αύρα του Σαρωνικού. Αδημονούσε να φτάσει στο νησί των ονείρων του. Στο τελευταίο γράμμα που έστειλε δεν έλαβε απάντηση και ανησυχούσε. Ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό.
Το εξοχικό των Αποστολίδηδων γέμισε πάλι ζωή. Η κυρία Μιράντα με την κόρη της τη Λίλη περίμεναν τον ερχομό της Έρσης και της Ναταλίας από την Πόλη. Οι κόρες της Λίλης έμειναν στην Αθήνα κοντά στους αρραβωνιαστικούς τους. Το χειμώνα που πέρασε έδωσαν λόγο και οι δυο τους. Η Μαριέτα με τον Σταύρο Αργυρόπουλο, μεγαλογιατρό με δική του κλινική, και η Μιράντα με τον Ηλία Κοσμά, πολιτικό μηχανικό, ιδιοκτήτη πολλών ακινήτων στην Αθήνα και τον Πειραιά. Θα ερχόντουσαν αργότερα. Η Λίλη ήδη έπλεε σε πελάγη ευτυχίας που αρραβώνιασε τις δύο της κόρες. Ο Φίλιππος ξημεροβραδιαζόταν κάτω από το εξοχικό των Αποστολίδηδων. Περίμενε κάθε φορά να αντικρίσει τη Ναταλία να ξεπροβάλει σε κάποιο παράθυρο, να κατεβαίνει τα σκαλάκια ή να κάνει το μπάνιο της στη θάλασσα. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Η Ναταλία δεν είχε έρθει ακόμη. Πόσες φορές δεν ξαναγύριζε με μαύρη καρδιά στην ταβέρνα της θείτσας του!
Μάχες πολλές, αγώνες και θυσίες για ένα χαμένο πόλεμο. Και νικητής δε βγαίνει ο έρωτας, βγαίνει η ζωή που πάντα φροντίζει να σε πληγώνει. Η ζωή στον Πόρο είναι τόσο γλυκιά. Ένα ιδανικό μείγμα έρωτα, μιας απαλής, αχνής γεύσης από άρωμα λεμονιού και μιας αλμύρας που εξατμίζεται πάνω από το κύμα που απαλά γλείφει την αμμουδιά και σηκώνεται μέχρι τις κορυφές να συναντήσει το άρωμα του ρετσινιού. Και μένει εκεί δίπλα στα κυκλάμινα του χειμώνα και τα θυμάρια του καλοκαιριού. Μένει ζωντανό και αμόλυντο μέσα στο πέλαγος, γιατί είναι καλά φυλαγμένο από την τρίαινα του Ποσειδώνα που τρομοκρατεί κάθε προσπάθεια βεβήλωσης.
(φωτ: K.)
Ο χρόνος ήξερε την ιστορία που θα συμβεί. Γνώριζε τις ψυχές που ήταν έτοιμες να συναντηθούν πάνω στο ηφαίστειο και να εκραγούν πάνω σε ξεχασμένους κρατήρες. Και τις κράτησε γλυκές και αμόλυντες να ζήσουν τη δική τους πορεία, να γευτούν αυτό το μυστήριο της ζωής, τη γλυκιά αμαρτία του να ζεις.
Γέμισε πάλι ο Πόρος. Ξύπνησε από το λήθαργο του χειμώνα. Τα καράβια πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά σε ένα αδιάκοπο πηγαινέλα. Μόλις τελείωσαν οι εξετάσεις, ο Φίλιππος αναχώρησε για τον Πόρο. Την επόμενη κιόλας μέρα ήταν πάνω στο καράβι και ανάσαινε την αύρα του Σαρωνικού. Αδημονούσε να φτάσει στο νησί των ονείρων του. Στο τελευταίο γράμμα που έστειλε δεν έλαβε απάντηση και ανησυχούσε. Ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό.
Το εξοχικό των Αποστολίδηδων γέμισε πάλι ζωή. Η κυρία Μιράντα με την κόρη της τη Λίλη περίμεναν τον ερχομό της Έρσης και της Ναταλίας από την Πόλη. Οι κόρες της Λίλης έμειναν στην Αθήνα κοντά στους αρραβωνιαστικούς τους. Το χειμώνα που πέρασε έδωσαν λόγο και οι δυο τους. Η Μαριέτα με τον Σταύρο Αργυρόπουλο, μεγαλογιατρό με δική του κλινική, και η Μιράντα με τον Ηλία Κοσμά, πολιτικό μηχανικό, ιδιοκτήτη πολλών ακινήτων στην Αθήνα και τον Πειραιά. Θα ερχόντουσαν αργότερα. Η Λίλη ήδη έπλεε σε πελάγη ευτυχίας που αρραβώνιασε τις δύο της κόρες. Ο Φίλιππος ξημεροβραδιαζόταν κάτω από το εξοχικό των Αποστολίδηδων. Περίμενε κάθε φορά να αντικρίσει τη Ναταλία να ξεπροβάλει σε κάποιο παράθυρο, να κατεβαίνει τα σκαλάκια ή να κάνει το μπάνιο της στη θάλασσα. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Η Ναταλία δεν είχε έρθει ακόμη. Πόσες φορές δεν ξαναγύριζε με μαύρη καρδιά στην ταβέρνα της θείτσας του!
Βασίλης Μόσχης
Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της
Εκδόσεις: Θερμαϊκός, 2011
(το απόσπασμα δημοσιεύθηκε στο Poros News, στις 12/03/2012)
(α), (β). (γ), (δ)
<< Αρχική σελίδα