45 ~ Σωτήρης Μπουλντούμης: Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα
Χωρίς σχεδόν να το καταλάβει, η Λέσια βρέθηκε μέοα στη νύχτα σ' ένα λιμάνι με σκάφη που λίκνιζαν τα σκαριά τους, σαν κύκνοι στο μεταμεσονύχτιο λήθαργο τους. Ερωτευμένη με τη θάλασσα, ένιωθε κι όλας να φουντώνει από την έξαψη, που της προκαλούσε η ιδέα πως θα βρισκόταν ξανά να τρέχει πάνω της. Ο Σέρβος, οι μελαμψοί ζητιάνοι του, οι μάνες που περίμεναν τα μωρά τους για να τα ξεπουλήσουν, είχαν κι όλας εξανεμιστεί απ' το μυαλό της, αφήνοντας πίσω τους μια σκιά γλυκόπικρης ανάμνησης
Λίγο αργότερα το μικρό ταχύπλοο του Μάριου κάλπαζε στα νερά του Σαρωνικού, με το ίδιο πάθος, όπως έτρεχε κι εκείνη κάποτε στις πλαγιές των δικών της βουνών. Όρθια δίπλα στο τιμόνι, ξαναμμένη από τα ριπίσματα του αέρα που έπεφτε πάνω της ανακατεμένος με το νερό της θάλασσας, μεταφέρθηκε νοερά σ' εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες, όταν σχεδόν άγγιζε το Θεό πάνω από τα σύννεφα του Μπέρκουτ. Ένα ξεχασμένο πάθος, μια δύναμη παρατημένη πίσω στο παρελθόν, ξεπήδησε τότε ασυγκράτητη από μέσα της κι άρχισε να βγάζει κραυγές ενθουσιασμού, που αντήχησαν ψηλά στον ουρανό κι έκαναν τη νύχτα να τρομάξει.
Τα ρούχα της έγιναν σύντομα μούσκεμα απ' το θαλασσόνερο και κόλλησαν προκλητικά στο κορμί της. Ο Μάριος δε χόρταινε να θαυμάζει το καινούργιο του απόκτημα. Κάτω από το φως του φεγγαριού έμοιαζε με γλυπτό αρχαίου καλλιτέχνη, που είχε ζωντανέψει ξαφνικά, κι ανέμιζε ένα δάσος από σγουρά μαλλιά εμπρός στα θαμπωμένα του μάτια. Τότε του ήρθε η ιδέα να της δώσει το ψευδώνυμο "Νεράιδα".
Παρασυρμένη απ' το μεθύσι της ταχύτητας η Λέσια, ήταν πια παραδομένη στην αγκαλιά μιας πρωτόγνωρης ευτυχίας και ζούσε με κάθε κομματάκι της ύπαρξής της την πάλη του σκάφους με τη θάλασσα. Εκστασιασμένη σχεδόν, χτυπούσε τα χέρια της στο αρμυρισμένο παρμπρίζ και παρότρυνε το Μάριο ν' ανεβάσει κι άλλες στροφές, να πετάξουν πάνω από τα κύματα και τις αφρισμένες κορυφές τους. Αν ήταν καβάλα στο δικό της άλογο, θα το έσκαζε από το τρέξιμο εκείνο το βράδυ.
(φωτ: Y.)
Τα παιγνίδια με το θαλασσινό στοιχείο τέλειωσαν μια ώρα αργότερα περίπου, καθώς το ταχύπλοο πλησίασε στο σκούρο όγκο της στεριάς. Στην αρχή η Λέσια νόμισε πως ο Μάριος, ενθουσιασμένος κι αυτός απ' το ταξίδι, έκανε κάποιο λάθος και πήγαινε να πέσει πάνω στο βουνό, που υψωνόταν μπροστά τους. Την τελευταία στιγμή είδε το σκάφος να τρυπώνει σ' ένα δίαυλο, τον οποίο σχημάτιζε η άκρη του νησιού με την απέναντι στεριά. Ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους που έλεγες πως είχαν σκύψει για να χαϊδέψει η μία την άλλη.
Στο δίαυλο η θάλασσα γαλήνεψε και μόλις τον πέρασαν, εντελώς ξαφνικά, η Λέσια είδε ν' απλώνεται μπροστά της μια υδάτινη λεκάνη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν μια λίμνη κρυμμένη στην αγκαλιά του νησιού, που άγγιζε και με τις δυο της άκρες τον απέναντι τόπο.
Εντυπωσιασμένη η Λέσια απ' αυτό το σφιχταγκάλιασμα, φαντάστηκε πως το νησί κι η στεριά θα ήταν κάποτε ερωτευμένο ζευγάρι που το πέτρωσε κάποια μάγισσα, για να κρατήσει την ερωτική του λάμψη για πάντα στον κόσμο. "Ποιο είναι το νησάκι αυτό;" ρώτησε τον καπετάνιο της.
"Ο Πόρος", απάντησε εκείνος χωρίς άλλες εξηγήσεις.
(φωτ: Y.)
Στο βάθος, στην πέρα άκρη της "λίμνης" τρεμόπαιζαν τα φώτα της κωμόπολης του νησιού, αλλά ο Μάριος έστριψε το τιμόνι και το σκάφος πήρε πορεία προς την απέναντι στεριά. Πέντε λεπτά αργότερα, άραξαν σ' ένα τεχνητό λιμανάκι. Απ'το σημείο εκείνο μπορούσε να δει κανείς το σκούρο όγκο μιας διώροφης αγροικίας να υψώνει επιβλητικά το ανάστημα της ανάμεσα σ' ένα δάσος από πορτοκαλιές και διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα. Αμέσως μετά ακούστηκαν σκυλιά, που άρχισαν να γαβγίζουν εκνευρισμένα, μόλις αντιλήφθηκαν ανθρώπινη παρουσία.
Σωτήρης Μπουλντούμης
Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα
Εκδόσεις: Φενεός, 2010
(φωτ: Y.)
Περισσότερα για το βιβλίο "Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα" στον ιστότοπο των εκδόσεων Φενεός
Λίγο αργότερα το μικρό ταχύπλοο του Μάριου κάλπαζε στα νερά του Σαρωνικού, με το ίδιο πάθος, όπως έτρεχε κι εκείνη κάποτε στις πλαγιές των δικών της βουνών. Όρθια δίπλα στο τιμόνι, ξαναμμένη από τα ριπίσματα του αέρα που έπεφτε πάνω της ανακατεμένος με το νερό της θάλασσας, μεταφέρθηκε νοερά σ' εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες, όταν σχεδόν άγγιζε το Θεό πάνω από τα σύννεφα του Μπέρκουτ. Ένα ξεχασμένο πάθος, μια δύναμη παρατημένη πίσω στο παρελθόν, ξεπήδησε τότε ασυγκράτητη από μέσα της κι άρχισε να βγάζει κραυγές ενθουσιασμού, που αντήχησαν ψηλά στον ουρανό κι έκαναν τη νύχτα να τρομάξει.
Τα ρούχα της έγιναν σύντομα μούσκεμα απ' το θαλασσόνερο και κόλλησαν προκλητικά στο κορμί της. Ο Μάριος δε χόρταινε να θαυμάζει το καινούργιο του απόκτημα. Κάτω από το φως του φεγγαριού έμοιαζε με γλυπτό αρχαίου καλλιτέχνη, που είχε ζωντανέψει ξαφνικά, κι ανέμιζε ένα δάσος από σγουρά μαλλιά εμπρός στα θαμπωμένα του μάτια. Τότε του ήρθε η ιδέα να της δώσει το ψευδώνυμο "Νεράιδα".
Παρασυρμένη απ' το μεθύσι της ταχύτητας η Λέσια, ήταν πια παραδομένη στην αγκαλιά μιας πρωτόγνωρης ευτυχίας και ζούσε με κάθε κομματάκι της ύπαρξής της την πάλη του σκάφους με τη θάλασσα. Εκστασιασμένη σχεδόν, χτυπούσε τα χέρια της στο αρμυρισμένο παρμπρίζ και παρότρυνε το Μάριο ν' ανεβάσει κι άλλες στροφές, να πετάξουν πάνω από τα κύματα και τις αφρισμένες κορυφές τους. Αν ήταν καβάλα στο δικό της άλογο, θα το έσκαζε από το τρέξιμο εκείνο το βράδυ.
(φωτ: Y.)
Τα παιγνίδια με το θαλασσινό στοιχείο τέλειωσαν μια ώρα αργότερα περίπου, καθώς το ταχύπλοο πλησίασε στο σκούρο όγκο της στεριάς. Στην αρχή η Λέσια νόμισε πως ο Μάριος, ενθουσιασμένος κι αυτός απ' το ταξίδι, έκανε κάποιο λάθος και πήγαινε να πέσει πάνω στο βουνό, που υψωνόταν μπροστά τους. Την τελευταία στιγμή είδε το σκάφος να τρυπώνει σ' ένα δίαυλο, τον οποίο σχημάτιζε η άκρη του νησιού με την απέναντι στεριά. Ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους που έλεγες πως είχαν σκύψει για να χαϊδέψει η μία την άλλη.
Στο δίαυλο η θάλασσα γαλήνεψε και μόλις τον πέρασαν, εντελώς ξαφνικά, η Λέσια είδε ν' απλώνεται μπροστά της μια υδάτινη λεκάνη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν μια λίμνη κρυμμένη στην αγκαλιά του νησιού, που άγγιζε και με τις δυο της άκρες τον απέναντι τόπο.
Εντυπωσιασμένη η Λέσια απ' αυτό το σφιχταγκάλιασμα, φαντάστηκε πως το νησί κι η στεριά θα ήταν κάποτε ερωτευμένο ζευγάρι που το πέτρωσε κάποια μάγισσα, για να κρατήσει την ερωτική του λάμψη για πάντα στον κόσμο. "Ποιο είναι το νησάκι αυτό;" ρώτησε τον καπετάνιο της.
"Ο Πόρος", απάντησε εκείνος χωρίς άλλες εξηγήσεις.
(φωτ: Y.)
Στο βάθος, στην πέρα άκρη της "λίμνης" τρεμόπαιζαν τα φώτα της κωμόπολης του νησιού, αλλά ο Μάριος έστριψε το τιμόνι και το σκάφος πήρε πορεία προς την απέναντι στεριά. Πέντε λεπτά αργότερα, άραξαν σ' ένα τεχνητό λιμανάκι. Απ'το σημείο εκείνο μπορούσε να δει κανείς το σκούρο όγκο μιας διώροφης αγροικίας να υψώνει επιβλητικά το ανάστημα της ανάμεσα σ' ένα δάσος από πορτοκαλιές και διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα. Αμέσως μετά ακούστηκαν σκυλιά, που άρχισαν να γαβγίζουν εκνευρισμένα, μόλις αντιλήφθηκαν ανθρώπινη παρουσία.
Σωτήρης Μπουλντούμης
Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα
Εκδόσεις: Φενεός, 2010
(φωτ: Y.)
Περισσότερα για το βιβλίο "Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα" στον ιστότοπο των εκδόσεων Φενεός
<< Αρχική σελίδα