46 ~ Άρις Αντάνης: Το φεγγάρι στο νερό
Ήταν μια βραδιά όνειρο.
Αλλά ο Λέανδρος, σ’ αυτή τη φάση της... αποψινής ζωής του, δεν μπορούσε να την απολαύσει και να την χαρεί. Όταν ξανοίχτηκε αρκετά από το σπίτι της Χριστίνας, όπου είχαν συμβεί όλα αυτά τα αλλοπρόσαλλα γεγονότα, σταμάτησε το τρεχαλητό. Συνέχισε να περπατάει, όμως, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα. Κάπου-κάπου σταματούσε, κοίταζε πίσω του, γύρω του τρομαγμένα, αφουγκραζόταν, διαπίστωνε ότι «δεν έτρεχε τίποτα» πια και συνέχιζε το περπάτημα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν το χαλασμένο μοτέρ της βάρκας του Βαγγέλα, που ήθελε τρία τέταρτα να πάει Πόρο- Γαλατά. Και πώς ακουγότανε, θεούλη μου, μέσα στην ησυχία της νύχτας! Εκκωφαντικά, θα ‘λεγες.
(Όχι η βάρκα. Η καρδιά του…)
Έφτασε στο Γεφυράκι. Χμ! έτσι ένιωθε: Σαν αυτό το γεφυράκι που χωρίζει το νησί του Πόρου στα δύο. Έτσι ήταν η ψυχή του αυτή την ώρα. Ένα μικρό κανάλι που από τη μία πλευρά βρισκόταν η Σφαιρία, η οργανωμένη κοινωνία, το σχολείο, η εκκλησία, οι γονείς, οι νόμοι, η πειθαρχία, κι απ΄την άλλη η Καλαυρία, η άγρια ομορφιά, η ελευθερία, η αναρχία, η γλυκειά παρανομία. Από εδώ το «πρέπει» και από κεί το «φιλί». Κι αυτός στη μέση, να πρέπει να τα συντονίσει, να τα ενώσει, να τα συνδυάσει, να φροντίσει ώστε να συνυπάρξουν αρμονικά, το άπειρο μυαλό του με την ατίθαση καρδιά του. Δύσκολα πράγματα...
Στο κανάλι (φωτ: Υ.)
Γύρω του ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Μια ησυχία που σε ξεκουφαίνει. Δεν τη θέλεις τόση ησυχία. Ειδικά όχι τώρα, όχι αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή. Ψυχή γύρω του. Ορίστε; Ψυχή; Όχι ακριβώς. Μέσα στο κανάλι κάτι κουνήθηκε. Τάραξε λίγο τα γαλήνια νερά. Που δεν έμοιαζαν καθόλου με τη φουρτουνιασμένη ψυχή του Λέανδρου. Τι ήταν; Ε! τι ήθελες να ήταν! Το τέρας του Λοχ-Νες; Καμία σαρδελίτσα θα ξύπνησε και έπαιξε λίγο στον αφρό. Εκεί που τόση ώρα καθρεφτιζόταν το φεγγάρι, αλλά ο Λέανδρος δεν το είχε προσέξει. Τώρα που κουνήθηκε λίγο το νερό, το είδε να λικνίζεται στους κύκλους που άφησε το ψαράκι.
Ο Λέανδρος τώρα κοιτάει το φεγγάρι, μέσα στο νερό, εκεί μπροστά του. Του φαίνεται πως γελάει. Ειρωνικά. Σαν να τον κοροϊδεύει. Αλλά και να τον αποσπά από όλα τα θέματα που τον βασάνιζαν, απόψε και πάντα. Κι η καρδιά του έχει ηρεμήσει αρκετά. Δεν χτυπάει πια τόσο έντονα, όσο πριν από λίγο. Το φεγγάρι όμως συνεχίζει το κοροϊδευτικό του λίκνισμα.
Άρις Αντάνης
Αγάπη
Εκδόσεις: Φενεός, 2010
Το φεγγάρι, στο νερό της παραλίας του Αγίου Στεφάνου (φωτ: Y.)
Ολόκληρο το διήγημα "Το φεγγάρι στο νερό", από το βιβλίο "Αγάπη", στα σχόλια της ανάρτησης
Αλλά ο Λέανδρος, σ’ αυτή τη φάση της... αποψινής ζωής του, δεν μπορούσε να την απολαύσει και να την χαρεί. Όταν ξανοίχτηκε αρκετά από το σπίτι της Χριστίνας, όπου είχαν συμβεί όλα αυτά τα αλλοπρόσαλλα γεγονότα, σταμάτησε το τρεχαλητό. Συνέχισε να περπατάει, όμως, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα. Κάπου-κάπου σταματούσε, κοίταζε πίσω του, γύρω του τρομαγμένα, αφουγκραζόταν, διαπίστωνε ότι «δεν έτρεχε τίποτα» πια και συνέχιζε το περπάτημα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν το χαλασμένο μοτέρ της βάρκας του Βαγγέλα, που ήθελε τρία τέταρτα να πάει Πόρο- Γαλατά. Και πώς ακουγότανε, θεούλη μου, μέσα στην ησυχία της νύχτας! Εκκωφαντικά, θα ‘λεγες.
(Όχι η βάρκα. Η καρδιά του…)
Έφτασε στο Γεφυράκι. Χμ! έτσι ένιωθε: Σαν αυτό το γεφυράκι που χωρίζει το νησί του Πόρου στα δύο. Έτσι ήταν η ψυχή του αυτή την ώρα. Ένα μικρό κανάλι που από τη μία πλευρά βρισκόταν η Σφαιρία, η οργανωμένη κοινωνία, το σχολείο, η εκκλησία, οι γονείς, οι νόμοι, η πειθαρχία, κι απ΄την άλλη η Καλαυρία, η άγρια ομορφιά, η ελευθερία, η αναρχία, η γλυκειά παρανομία. Από εδώ το «πρέπει» και από κεί το «φιλί». Κι αυτός στη μέση, να πρέπει να τα συντονίσει, να τα ενώσει, να τα συνδυάσει, να φροντίσει ώστε να συνυπάρξουν αρμονικά, το άπειρο μυαλό του με την ατίθαση καρδιά του. Δύσκολα πράγματα...
Στο κανάλι (φωτ: Υ.)
Γύρω του ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Μια ησυχία που σε ξεκουφαίνει. Δεν τη θέλεις τόση ησυχία. Ειδικά όχι τώρα, όχι αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή. Ψυχή γύρω του. Ορίστε; Ψυχή; Όχι ακριβώς. Μέσα στο κανάλι κάτι κουνήθηκε. Τάραξε λίγο τα γαλήνια νερά. Που δεν έμοιαζαν καθόλου με τη φουρτουνιασμένη ψυχή του Λέανδρου. Τι ήταν; Ε! τι ήθελες να ήταν! Το τέρας του Λοχ-Νες; Καμία σαρδελίτσα θα ξύπνησε και έπαιξε λίγο στον αφρό. Εκεί που τόση ώρα καθρεφτιζόταν το φεγγάρι, αλλά ο Λέανδρος δεν το είχε προσέξει. Τώρα που κουνήθηκε λίγο το νερό, το είδε να λικνίζεται στους κύκλους που άφησε το ψαράκι.
Ο Λέανδρος τώρα κοιτάει το φεγγάρι, μέσα στο νερό, εκεί μπροστά του. Του φαίνεται πως γελάει. Ειρωνικά. Σαν να τον κοροϊδεύει. Αλλά και να τον αποσπά από όλα τα θέματα που τον βασάνιζαν, απόψε και πάντα. Κι η καρδιά του έχει ηρεμήσει αρκετά. Δεν χτυπάει πια τόσο έντονα, όσο πριν από λίγο. Το φεγγάρι όμως συνεχίζει το κοροϊδευτικό του λίκνισμα.
Άρις Αντάνης
Αγάπη
Εκδόσεις: Φενεός, 2010
Το φεγγάρι, στο νερό της παραλίας του Αγίου Στεφάνου (φωτ: Y.)
Ολόκληρο το διήγημα "Το φεγγάρι στο νερό", από το βιβλίο "Αγάπη", στα σχόλια της ανάρτησης
Ετικέτες Άρις Αντάνης για Πόρο
9 σχόλια:
ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
(το πάρτι)
Ήταν μια βραδιά όνειρο!
Τέλος του Ιούνη. Μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Προτελευταία τάξη του Λυκείου. Φέτος δεν έγινε η καθιερωμένη εκδρομή σε κάποιο άλλο κοντινό μέρος.
Πέρσι είχανε πάει να δούνε το ηφαίστειο στα Μέθανα. Με πούλμαν. Καθ’οδόν είχανε σταματήσει μάλιστα και στην Τροιζήνα και φάγανε το κολατσιό στο Διαβολογέφυρο, μέσα στα πλατάνια. Ήπιανε το κρύο νεράκι που τρέχει συνέχεια κι είναι και χωνευτικό. Γεμίσανε και τα παγούρια. Μετά, στο δρόμο ξαναπεινάσανε. Το νερό, βλέπεις. Πρόπερσι στην Ύδρα, αντιπρόπερσι στις Σπέτσες. Παίξανε και μπάλα στην Κοργιαλένειο. Είχε βάλει κι ένα γκολ απίστευτο. Από τη σέντρα. Σχεδόν, δηλαδή. Ωραία ήτανε. Πολύ ωραία.
Έτσι τα έβλεπε ο Λέανδρος. Ωραία. Όλα ωραία τα έβλεπε, όταν έφευγε από το σπίτι. Τέλεια. Δώσ’ του εκδρομές, εκδηλώσεις, γιορτές και πάρε του την ψυχή. Γι’αυτό τον έβλεπες να χώνεται παντού, στον προσκοπισμό, στο κατηχητικό, στην Χριστιανική Μαθητική Νεολαία, στη χορωδία, στην ομάδα του ποδοσφαίρου, στο βόλλεϋ, στο μπάσκετ, στο πιγκ-πογκ, σε ό,τι είχε «σφαίρα», αλλά και στ’ Αγγλικά, παντού σου λέω. Πέρσι μάλιστα έμαθε και κιθάρα. Καλά, τρελάθηκε από τη χαρά του, το παιδί.
Αξίζει να ακούσει κανείς αυτό το περιστατικό.
Ο φίλος του ο Μάκης είχε μια κιθάρα και μάθαινε να παίζει με νότες. Όμως σύντομα άρχισε να ψιλοβαριέται και επειδή του έλειπε και κάποιο χαρτζιλίκι, σκέφτηκε να το ξεφορτωθεί το όργανο. Μετά του ωφελίμου, δηλαδή.
Μια μέρα που αγωνιζότανε να κάνει πρακτική σε μια μουσική άσκηση, ήρθε σπίτι του να τον δει ο Λέανδρος. Άλλο που δεν ήθελε ο Μάκης, για να διακόψει. Η μάννα του είχε βγει έξω να πάει για ψώνια.
-Δώσ’ μου, ρε, να παίξω κι εγώ λίγο, του λέει ο Λέανδρος, σε μια στιγμή.
-Την πουλάω, του απάντησε εκείνος, έτσι ωμά. Τα ‘χασε ο Λέανδρος προς στιγμή.
-Πόσο; Ρωτάει, ακόμα ξαφνιασμένος, που φανταζότανε πως κάποιο απλησίαστο ποσό θα του ξεφούρνιζε ο Μάκης, για να μη τον αφήσει να τη γρατζουνίσει λίγο. Δεν ήξερε να παίζει, φυσικά, απλά θα την έπιανε στα χέρια του κι αυτός, να δει πώς είναι.
-Εκατό, τού’ρθε σαν κεραμίδα και τον ζάλισε ευχάριστα, το ποσό. Άστραψαν τα μάτια τού Λέανδρου. Δεν είχε βέβαια ούτε δέκα, αλλά το ποσό δεν ήταν δα και τόσο απρόσιτο. Αν προσπαθούσε, λίγο από δω λίγο από κει, μπορεί να μάζευε τα μισά και μετά θα έβλεπε για τα άλλα. Αλλά, ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει τώρα. Έπρεπε να πάρει την κιθάρα και να φύγει, πριν γυρίσει η μάννα του Μάκη ή πριν μετανιώσει. Όλα παίζανε στο μυαλό του.
-Δώσε την κιθάρα και θα στα φέρω τα λεφτά, είπε του Μάκη αποφασιστικά.
-Πού θα τα βρεις, ρέ; κράτησε επιφύλαξη ο Μάκης.
-Τι σε νοιάζει;
-Κι αν δεν τα βρεις;
-Θα στη φέρω πίσω την κιθάρα...Τον έπεισε. Αυτό ήτανε. Την πήρε. Τώρα τα λεφτά.
Φεύγει τρεχάλα και πάει κατ’ ευθείαν στο μεγάλο του αδελφό, που μόλις είχε ξεμπαρκάρει από τα καράβια κι ακόμα είχε λεφτά στη μπάντα. Κατ’ ευθείαν στο… ψητό.
-Θέλω να πάρω μια κιθάρα, να μάθω να παίζω και βρήκα μια φτηνή. Θα μου δώσεις να την πάρω; Κι’ άμα τελειώσω το σχολείο και πιάσω δουλειά θα στα ξεπληρώσω. Εκατό τη δίνει.
Του τα ‘δωσε ο αδελφός του. Αιώνια ευγνωμοσύνη. Τρεχάλα πάει και την πληρώνει. Τρεχάλα ξαμολιέται την ίδια στιγμή για τον άλλο φίλο του το Γιώργο, που ήξερε να παίζει, να τη δοκιμάσουνε. Λαχανιασμένος από το πολύ το τρέξιμο, τον κοιτάει στα μάτια, με τα δικά του μάτια γουρλωμένα από την αγωνία.
-Καλή είναι, αποφάνθηκε εκείνος, κι αυτές οι λέξεις τού ακουστήκανε σαν να του μίλησε ο Χριστός. Και μόλις έπιασε ένα ΡΕ Ματζόρε ο Γιώργος, ο Λέανδρος βούρκωσε. Κι όταν ο Γιώργος σολάρισε το «Ξύπνα μωρό μου κι άκουσε», στη σκάλα του ΡΕ Μινόρε, με τα καντίνια διπλοπενιά πρίμο-σεκόντο, ο Λέανδρος έχασε τις αισθήσεις του... Σχεδόν, δηλαδή…
<<<>>>
Ήταν μια βραδιά όνειρο!
Και φέτος δεν έχει εκδρομή. Τι κρίμα! Πιάσανε δυο-τρεις να καπνίζουνε στους καμπινέδες του σχολείου και τιμωρήθηκε όλη η τάξη. Ο ένας είχε μπει μέσα και φουμάριζε αμέριμνος κι ο άλλος φύλαγε τσίλιες απ έξω. Φυσικά η τουαλέτα είχε ντουμανιάσει από τον καπνό, το πήρε χαμπάρι ο Γυμνασιάρχης και κατέβηκε να δει μήπως είχε πιάσει καμιά φωτιά. Μόλις τον είδε ο τσιλιαδόρος, την κοπάνησε απροειδοποίητα. Φτάνει ο Γυμνασιάρχης και χτυπάει την πόρτα της τουαλέτας, χωρίς να μιλήσει. Ο άλλος νόμισε ότι βιαζόταν ο ανυπόμονος συμμαθητής του, το κουδούνι δεν είχε βαρέσει ακόμα και σχεδόν άγρια του φωνάζει από μέσα:
-Τι βαράς την πόρτα, ρε μαλάκα, τελειώνω. Στο φίλτρο είμαι...
-Στο φίλτρο είσαι; ακούγεται τώρα η βραχνή φωνή του Γυμνασιάρχη απ’έξω. Έλα έξω να σε πάω στο γραφείο, να σε φιλτράρω κι εγώ λίγο. Να πάρεις και το καφεδάκι σου. Πάει τσιγάρο χωρίς καφέ; Δεν πάει…
Δεν έχει εκδρομή εφέτος. Γιατί όλοι το ξέρανε ότι καπνίζουνε μερικοί και δεν το μαρτύρησε κανένας. Οι καπνιστές αποβολή. Όλοι οι άλλοι τιμωρίες διάφορες. Και εκδρομή τέλος. Και δεν έχει κι άλλες εκδηλώσεις τον Ιούνιο. Κάποιο μπανάκι και αυτό με το ζόρι. Κι η μάννα τού Λέανδρου από πίσω, να τον κυνηγάει. Μη χτυπήσει, μη κρυώσει, μην αρρωστήσει, μη κουραστεί. « Ώ ρε μάννα μου, ζωή κι αυτή! Πότε θα τελειώσω να πιάσω δουλειά, να ησυχάσω!», αγκομαχούσε ο… έφηβος.
Ευτυχώς εδώ κι ένα χρόνο είχε την κιθάρα του, ο Λέανδρος. Αλλά όσο τη μαθαίνεις, κανένας δεν θέλει να σ’ ακούει. Τους σπάζεις τ’αφτιά και τους ταράζεις τα νεύρα και σε κυνηγάνε. Σου πονάνε και τα δάχτυλα. Ε! λοιπόν! Δίκιο δεν είχε και ο Μάκης που την παράτησε; (Ευτυχώς δηλαδή).
Πάντως ο Λέανδρος κάτι έχει καταφέρει. Προχωράει στο όργανο. Πάει καλά… τουτέστιν - του άρεσε πολύ αυτή η αρχαία λέξη. Και ακόρντα έχει μάθει και σολάρει λίγο. Σιγά-σιγά. Είναι και τόσα άλλα, βλέπεις που του αρέσουνε. Και είναι και καλός μαθητής. Διαβάζει δηλαδή. Δεν πάει αδιάβαστος. Σπάνια. Αλλά τώρα τελευταία με την κιθάρα τον καλούνε οι άλλοι να παίζει, για να τραγουδάνε. Γιαυτό την ήθελε αυτή την εκδρομή. Για πρώτη φορά θα έπαιρνε και την κιθάρα μαζί του. Θα έκανε εντύπωση. Και στους φίλους του, αλλά και σε κάποια... ακατάδεκτα κοριτσάκια, να πούμε.
-Αντί για εκδρομή, φέτος, θα κάνουμε ένα πάρτι. Κι είναι γι’ απόψε το βράδυ. Σε σπίτι. Με πικ-απ. Στον κήπο. Θάρθεις, ρε; Του είπανε οι άλλοι.
-Τώρα μου το λέτε; Μπα, αποκλείεται, δε θα μ’αφήσουν, κούνησε λυπημένος το κεφάλι του.
-Κοπάνα τη, ρε μπούφο. Τί κοιμήσης είσαι, μωρ’ αδερφέ μου! Τι θα σου κάνουνε, ρε; Έλα, θα ακούσουμε μουσική, θα χορέψουμε, θα καπνίσουμε, θα πιούμε, θα βγάλουμε και καμιά γκομενίτσα, θα περάσουμε όνειρο. Στο τέλος θα παίξεις και κιθάρα...Όλες εσένα θα χαζεύουνε, χαζοβιόλη, τι λες, θα ’ρθεις ;
-Δεν μπορώ, δεν γίνεται, θα το μάθουν, θα μου βγει ξινό, άστο καλύτερα.
Ήταν μια βραδιά όνειρο.
Κι ο Λέανδρος όλη την ημέρα, απ’ το πρωί, που έμαθε για το πάρτι, αυτό σκεφτότανε. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Κι όταν ήρθε το βράδυ η κατάστασή του είχε γίνει αφόρητη. Ρε, πώς ήθελε να πάει! Στο πάρτι. Σκέψου να έπαιζε κιθάρα εκεί μέσα. Καλύτερα κι από την εκδρομή. Σαν να έδινε συναυλία θα ήταν!
Αλλά ούτε καν τους τό’χε πει στο σπίτι. Ούτε που είχε τολμήσει. Κόντευε να σκάσει. Και σκεφτότανε, ότι θα περνάγανε και κάτω από το σπίτι του οι άλλοι και, ξέροντας πως είναι μέσα -σαν σε φυλακή- θα του κάνανε και καζούρα.
Μα το χειρότερο από όλα ήταν που τα ‘βαζε με τον εαυτό του. «Τι κοιμήσης που είμαι! Καλά με λένε μπούφο. Γιατί δεν τους το λέω, κι ό,τι γίνει; Ή, πιο καλά ακόμα, γιατί δεν πάω κι ό,τι ήθελε προκύψει;», χρησιμοποίησε κι αυτή τη φράση που ’χε διαβάσει σε κάποιο περιοδικό και του άρεσε να τη λέει συχνά. Και μετά έλεγε: Θα πάω, κι αμέσως μετά μετάνιωνε: Δεν πρέπει.
-Ρε, τι άτυχος που είμαι! Όλους τους αφήνουνε οι δικοί τους, ακόμα και τα κορίτσια, εγώ, τι διάλο, στο πηγάδι κατούρησα; -χρησιμοποίησε σχεδόν φωναχτά, μιαν άλλη φράση, που έλεγε ο Μπάμπης για να δηλώσει την ατυχία του, όταν έπαιζε στριφτό κι έχανε.
<<<>>>
Και τότε ξαφνικά έκανε και μια σκέψη που τον μελαγχόλησε. Θυμήθηκε τον πατέρα Αγαθόνικο, που τον είχε εξομολογήσει πρόσφατα. Το ψέμα, του είχε πει ο πατήρ, είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Ίσως η μεγαλύτερη. Ό,τι και να τού’λεγες του πατρός Αγαθονίκου ήτανε πολύ μεγάλη αμαρτία. Ίσως η μεγαλύτερη. Κι όταν του είπε για μιαν άλλη αμαρτία, που κι ο ίδιος ο Λέανδρος την είχε θεωρήσει πολύ μεγάλη, ο πατήρ Αγαθόνικος γούρλωσε τα γαλανά του μάτια και από τότε τον είχε σε περιφρόνηση, τον έρημο το Λέανδρο. Μέχρι που τον έβλεπε στο δρόμο και δεν του μίλαγε. Μέχρι που του ‘πιανε ο Λέανδρος το χέρι να το φιλήσει κι αυτός το τράβαγε. Και δεν το τράβαγε από μετριοπάθεια όπως ο παπα-Γιώργης, ο Ιερέας της Σχολής Ναυτοπαίδων- καλή του ώρα του καλού αυτού παπά - αλλά από απέχθεια. Τί του είχε πει ; Αλήθεια, εκεί ήταν το ζήτημα, άραγε; Στο τι είπε στον Αγαθόνικο ο Λέανδρος; Κάπου υπήρχε ένα λάθος κι έπρεπε να διορθωθεί, έστω και τώρα, μετά από χρόνια. Ποτέ δεν είναι αργά.
<<<>>>
Ήτανε μια βραδιά όνειρο.
Κι όταν ήρθε η ώρα για το πάρτι, η κατάσταση του Λέανδρου είχε μετατραπεί σε πραγματικό άγχος. Νέες σκέψεις τον βασάνιζαν. Ο Λέανδρος είχε κι ένα μεγάλο ελάττωμα. Έτσι χαρακτήριζε ο ίδιος το ότι τίποτα δεν άφηνε να πέσει στο κενό και τίποτα δεν το προσπερνούσε έτσι... ξώφαλτσα. Τα περισσσότερα πράγματα τα έπαιρνε πολύ σοβαρά. Ακόμα και τα... αστεία, έλεγε ο ίδιος με δόση αυτοσαρκασμού. Και βέβαια πάρα πολύ στα σοβαρά έπαιρνε τα βιβλία που διάβαζε. Τελευταία είχε διαβάσει για την εφηβική ηλικία του ανθρώπου. Παιδαγωγικά. Μάλιστα, κύριε!
Το εφηβικό στρες, λένε οι παιδαγωγοί. Έτσι με μια διάγνωση δυο βιαστικών λέξεων νομίζουνε ότι μπορούν να αποτυπώσουν όλον αυτό τον κυκεώνα των αντικρουόμενων τάσεων και λειτουργιών, που ανεξέλεγκτα δρούν στον κάθε νέο άνθρωπο, κυρίως κατά τη διάρκεια της εφηβείας του και μέχρι την εφηβική του κρίση, όταν οι έφηβοι χαρακτηρίζονται ως «φυσιολογικά… ασθενείς»!
Και πράγματι είναι. Και από κει ξεκινάνε όλα τα καλά, αλλά και όλα τα στραβά του χαρακτήρα τους, που μαζί με την κληρονομικότητα, καθορίζουν και τον τρόπο της μετέπειτα ζωής τους. Και τι κάνουν άραγε οι παιδαγωγοί; Ασχολούνται τόσο πολύ με τον έφηβο και καθόλου με τον ενήλικα που έφερε τον έφηβο στον κόσμο. Ίσως εδώ να είναι ένα ακόμα λάθος. Ίσως. Ποιος ξέρει! Ο πατήρ Αγαθόνικος πάντως δεν ξέρει. Το μόνο σίγουρο...
Οι Ψυχοδηγητικές Αρχές πρέπει να ασχολούνται και με τη συμπεριφορά των ενηλίκων. Στη δική τους παιδική ηλικία μπορούν να ανακαλυφτούν πολλές αιτίες από τα τυχόν προβλήματα που παρουσιάζει η συμπεριφορά των παιδιών τους. Και αν γνωρίζεις τις αιτίες πιο εύκολα βρίσκεις λύσεις.
Οι ίδιοι οι ενήλικες και κυρίως οι γονείς και οι δάσκαλοι πρέπει να παρακολουθούν διακριτικά τις διάφορες τάσεις των παιδιών και να τους προτάσσουν θέλγητρα για προσωπικά επιτεύγματα, αλλά χωρίς καταπίεση. Ο κάθε Λέανδρος, ας πούμε, δεν είναι μια σμικρογραφία του Κυρ- Κώστα, του πατέρα του. Δηλαδή ο Λέανδρος δεν είναι ένας «Κυρ-Κωστάκης» -εδώ τον πιάσανε τα γέλια- αλλά είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα, με δική του κοσμοθεωρία και βιοθεωρία. Είναι ο Λέανδρος!
Ήταν μια βραδιά όνειρο.
Κι’ όταν ήρθε η ώρα για το πάρτι, ο Λέανδρος είπε στους γονείς του, πως θα πήγαινε μια βόλτα και, παρά τις αντιρρήσεις τους, έφυγε. Μην αργήσεις, του φώναξε η μάννα του καθώς κατέβαινε τις σκάλες του σπιτιού, για να βγεί στο δρόμο. Δεν απάντησε. Άκουσες ; Επέμεινε εκείνη. Ναιεεε ! Απάντησε τώρα, με νεύρα και τρέχοντας κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Μάκη, στην Πλατεία του Αη-Γιώργη.
Ήταν μόνος του. Τη μάννα του την είχανε ξανακαλέσει, για πολλοστή φορά στο Αστυνομικό Τμήμα για κατάθεση -καλά, η γραφειοκρατία, θεούλη μου, άλλο πράμμα. Ου μπλέξεις. Πέντε φορές κατάθεση του κηδεμόνα για να κλείσει η υπόθεση, μια υπόθεση που ήταν στ’ αλήθεια πιο πολύ αστεία, παρά οτιδήποτε άλλο, που να δικαιολογεί και την τόσο μεγάλη έκταση που πήρε! Πλάκα μεγάλη, δηλαδή, που αξίζει να την ακούσει κανείς.
<<<>>>
Ο Μάκης κι ο Φαίδωνας είχαν φτειάξει το… πρώτο-πρώτο τηλέφωνο που εγκαταστάθηκε ποτέ στον Πόρο. Είχανε πάρει ιδέες από το βιβλίο της Φυσικής, είχαν τραβήξει καλώδιο από το σπίτι του ενός στο σπίτι του άλλου και το είχανε περάσει και από μια ενδιάμεση ξύλινη κολώνα της «Ηλεκτρικής Εταιρείας», από όπου αντλήσανε και το ρεύμα. Είχανε βάλει στις άκρες κάτι χωνιά για ακουστικά και μιλάγανε. Αλλά βέβαια δεν μιλάγανε μόνο, ακούγανε κι όλας! Και δεν ακούγανε μόνο αυτά που λέγανε οι δυο τους, αλλά και όλα όσα λέγανε οι δικοί τους. Ό,τι λεγότανε ή όποιος θόρυβος γινότανε στο ένα σπίτι, ακουγότανε και στο άλλο. Δεν ήταν δηλαδή μόνο τηλέφωνο αλλά και...κοριός. Και βέβαια μέχρις ενός σημείου είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα το όλο ζήτημα. Μέχρις ενός σημείου, όμως...γιατί οι άνθρωποι στα σπίτια τους λένε διάφορα πράγματα και κάνουνε και ένα σωρό θορύβους. Δεν κάνουνε;
Ώσπου ένας χωροφύλακας είδε ένα πρωί δυο παιδάκια να παίζουν στην κολώνα του ηλεκτρικού, που είχε νοτιστεί από το νυχτερινό ψιλόβροχο. Άγγιζαν λοιπόν τα πιτσιρίκια απαλά τη βρεγμένη κολώνα και μόλις τους ηλέκτριζε ελαφρά, σαν να τους γαργάλαγε, τραβούσαν το χέρι τους απότομα και ξεκαρδιζόντουσαν. Το τηλέφωνο του Μάκη και του Φαίδωνα είχε προκαλέσει κάποιο βραχυκύκλωμα, που θα μπορούσε να έχει σοβαράς επιπτώσεις, σύμφωνα με την Ηλεκτρική Εταιρεία αλλά και την Αστυνομία. Και άντε καθάρισε, με δαύτους. Πιάσε τ’ αβγό και κούρευτο. Μέχρι για... κατασκοπία τους ανακρίνανε!
Ο Μάκης είχε βάλει τη γραβάτα και κοιταζότανε στον καθρέφτη, όταν ο Λέανδρος μπήκε σπίτι του.
-Ποιόν θαυμάζεις, ρε...κατάσκοπε; Τη φάτσα σου; Ωραίος είσαι. Σαν τον... Λέμι Κόσιον. Ή μήπως προτιμάς τον Έντι Κοσταντίν; προσπάθησε να αστειευτεί ο Λέανδρος.
-Έλα, κρυάδα, και οι δύο, ένα και το αυτό πρόσωπο είναι. Πες κάνα καινούργιο. Και πώς είσαι έτσι, ρε; Έτσι θα πας στο πάρτι; Και χωρίς γραβάτα; Πού είναι η κιθάρα μου; Δεν είπαμε να τη φέρεις;
-Ένα - ένα : Δεν έχω πάει σπίτι μου ακόμα. Δεν πάω στο πάρτι και δεν έχω γραβάτα. Και το σπουδαιότερο, για ποια κιθάρα σου, μιλάς; Την κιθάρα μου, θα εννοείς. Όχι δεν την έφερα. Εγώ γι’ άλλο πράγμα ήρθα.
Ο Μάκης μάλλον δεν πρόσεξε την έκφραση που είχε η φάτσα του Λέανδρου κι έκανε πως δεν άκουσε τι είπε. Ωχ! δύσκολα τα βλέπω, σκέφτηκε. Κι εγώ δεν τα αντέχω τα δύσκολα.
-Πάρε μια γραβάτα του πατέρα σου, ρε, του είπε.
-Μάκη, ο Λέανδρος τον τράβηξε από το μανίκι για να τον ξεκολλήσει από τον καθρέφτη.
-Τί είναι, ρε;
-Πάμε μια βόλτα ; Είναι νωρίς ακόμα. Προλαβαίνεις. Έχω κάτι να σου πω.
Ο Μάκης τον κοίταξε. Ο Λέανδρος τον ικέτευε με τα μάτια. Έτσι του φάνηκε. Κατάλαβε πως τον είχαν πιάσει τα σοβαρά του, το Λέανδρο. Υποχώρησε. Τι να έκανε!
-Δεν σ’ αφήνει η μάννα σου; ρώτησε
-Πάμε, ρε, θα ‘ρθεις;
-Άντε, πάμε.
Ήταν μια βραδιά όνειρο.
Πήρανε το δρόμο για το Νεώριο. Νηνεμία. Γαλήνη. Την έκοβες με το... στραβοσουγιά, όπως λέγανε οι κρυφορομαντικοί που το παίζανε και μάγκες, να πούμε. Τα γιασεμιά μοσχομυρίζανε καθώς περνούσανε έξω από τις αυλές των σπιτιών. Και κείνο το νυχτολούλουδο, τι να πει κανείς! Σε κάνει να θες να πας να το πιάσεις και να το φας, αλλά δεν το βρίσκεις, μέσα στη νύχτα. Δεν ξέρεις από πού έρχεται το διάχυτο άρωμά του. Μια ομορφιά σε συνεπαίρνει και λες ότι σε αρπάζει από το λαιμό και σε σφίγγει.
Και το φεγγάρι, στο μισό του πρόσωπο, το μόνο που δεν σου θυμίζει είναι η ιδιότητά του, ως πλανήτη, δορυφόρου της Γης. Και το άλλο του μισό να σου το κρύβει, για να το φαντάζεσαι και να το συμπληρώνεις, όπως εσύ θέλεις.
Κι η θάλασσα, λάδι. Καθρέφτης.
-Καθρέφτης η θάλασσα, είπε ο Μάκης.
-Ναι, ρε. Γιατί δεν κοιτιέσαι κι εδώ να δεις αν είσαι ωραίος; Αλλά πρόσεχε την ώρα που θα σκύβεις, μη ζαλιστείς από την ομορφιά σου και πέσεις μέσα και σε φάνε οι... πιτσούδες. Είχε μια πικρή διάθεση να αστειευτεί ο Λέανδρος, μα δεν του ‘βγαινε και πολύ κεφάτα.
-Σκάσε, ρε, όλο εξυπνάδες είσαι απόψε. Τη γραβάτα κοίταζα στο σπίτι, να δω αν ταιριάζει με το πουκάμισο, που θα μου πεις τώρα πως είμαι και καθρεφτάκιας...
<<<>>>
-Και το μαλλί κοίταζες, του απάντησε ο Λέανδρος, στο ίδιο πικρόχολο ύφος. Αλλά κι αυτό με τη θάλασσα μοιάζει. Λάδι. Πόσο έρριξες, ρε; Μισό κιλό; Δεν θά’χει η μάννα σου να βάλει στη σαλάτα, αύριο.
-Άσε τις μπούρδες και λέγε.
-Λοιπόν, εμένα που με βλέπεις, εγώ δηλαδή, για να μιλάμε και σωστά, έχω πρόβλημα μεγάλο.
-Τι πρόβλημα; απόρησε ο Μάκης. Δεν σ’ αφήνει η μάννα σου να ‘ρθεις στο πάρτι. Και συ σαν... να μη το πω, κάθεσαι και την ακούς. Εσύ, παιδάκι μου, έχεις πρόβλημα...
-Κι εγώ τι σου είπα; Ότι έχω ιλαρά; Τι θα κάνω, ρε; Του χρόνου τελειώνω το σχολείο. Και υποτίθεται ότι στο σχολείο μαθαίνεις πράγματα. Κι εγώ δεν ξέρω τίποτα. Ιδέα δεν έχω. Πώς θα κυκλοφορήσω έξω; Πού θα πάω. Εγώ δεν έχω πάει ούτε σε πάρτι ακόμα. Μόνο κάτι σαχλαμπούχλικες εκδρομές και κάτι ταινίες εκπαιδευτικές, που μπαίνουμε στην ουρά και μας πάνε με το σχολείο, κι όταν φιλιούνται οι ηθοποιοί, ο μηχανικός βάζει το χέρι του και μαυρίζει την οθόνη. Το ξέρεις ότι δεν έχω φιλήσει κορίτσι ακόμη;
Ο Μάκης τα ‘χασε. Όχι επειδή του εκμυστηρεύτηκε ο Λέανδρος κάποιο μεγάλο μυστικό. Όλοι τα ξέρανε όλα στο νησί. Σιγά τα λάχανα. Αλλά αυτό το ύφος και αυτό τον καταιγισμό που του έθιγε και δικούς του προβληματισμούς, δεν τα περίμενε.
-Τι λες, βρε ζωντόβολο; Παλάβωσες απόψε; Άντε, πάμε στο πάρτι γιατί αργήσαμε.
Ο Λέανδρος κατάλαβε ότι ο Μάκης δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο του ψυχολόγου. Όμως ο ίδιος είχε πάρει φόρα. Πού θα εύρισκε άλλη ευκαιρία να ξεθυμάνει τις σκέψεις του. Σε ποιόν άλλο να τις έλεγε; Στον πατέρα Αγαθόνικο; Ούτε συζήτηση:
-Φίλε Μάκη, συνέχισε με πιο δυνατή φωνή, που ξαφνιάστηκε και ο ίδιος, μαζί με το φίλο του. Άκου, με προσοχή. Εμένα που με βλέπεις μου συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Όταν ήμουνα μικρός, πριν πέντε χρόνια, την ώρα του κατηχητικού μπήκε μέσα στην Εκκλησία ένας παπάς, που είχε ρθεί από την Αθήνα, για να οργανώσει τη θρησκευτικότητα του νησιού. Κάποια στιγμή κάρφωσε τα μάτια του επάνω μου και μου είπε: «Εσύ!» Και μέσα από πενήντα παιδιά διάλεξε δέκα. Ένας ήμουνα κι εγώ. Και μας είπε ότι εμείς θα αποτελέσουμε την Ομάδα. Τα ξεχωριστά παιδιά. Εμείς θα διαδώσουμε το λόγο του Χριστού. Κάτι σαν απόστολοι, να πούμε. Αλλά θα έπρεπε να είμαστε καλοί. Και μόνο αν είμαστε καλοί θα παίρναμε και ένα χρυσό σήμα και θα το φορούσαμε στο πέτο. Λοιπόν εγώ το πήρα αυτό το σήμα. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν το αξίζω. Γιατί ξέρεις τι μαθαίνουμε στην Ομάδα; Θα στο πω, αν και είναι απόρρητο: Μαθαίνουμε να μη κάνουμε τίποτα! Τ’ ακούς αυτό; Τίποτα από όλα όσα θέλουμε να κάνουμε. Και λέω μέσα μου: «Ρε, τί γίνεται εδώ; Εδώ τι γίνεται;»
Γιατί δεν πρέπει να κάνω όλα αυτά που θέλω; Πώς θα μάθω τη ζωή για να διαλέγω τι είναι καλό και τι κακό; Γιατί δεν δέχονται κορίτσια στην Ομάδα; Τι έχουν τα κορίτσια που είναι τόσο κακό; Γιατί δεν μας αφήνουν να μιλάμε με αυτά; Εντάξει αν κάποιο έχει μαγουλάδες, ας το αποφύγουμε, προς το παρόν. Αλλά τα άλλα; Και δεν είναι μόνο αυτό. Όλο μη είναι η ζωή μου. Μή ετούτο, μη το άλλο, μη από το σπίτι, μη από το σχολείο, μη από την Ομάδα, μη από τους μεγάλους, μη στο γήπεδο, μη στο ποδήλατο -άκου ρε, ακόμα και το ποδήλατο απαγορεύεται- μη στο σινεμά, μη τα κορίτσια, μη μετά τις οχτώ το βράδυ, τι μου έχει τύχει! Στο πηγάδι κατούρησα, που λέει κι ο Μπάμπης; Πάω να τρελαθώ, ρε φίλε. Από τη μια οι γονείς, το σχολείο, η ομάδα όλοι τους σύμμαχοι και από την άλλη αντίπαλος η ίδια η ζωή μου. Εγώ πού βρίσκομαι; Τι ρόλο παίζω; Η ψυχή μου είναι σαν τη θάλασσα, αλλά όχι σαν αυτή απόψε. Σαν μια θάλασσα φουρτουνιασμένη, που μου φέρνει ναυτία. Θέλω να κάνω εμετό. Τι κάνεις πέρα, ρε; Μεταφορικά το λέω.
Πράγματι ο Μάκης νόμισε πως ο Λέανδρος ήθελε να κάνει εμετό. Τον πιάσανε τα γέλια, το Λέανδρο. Δεν τα απόφυγε, όσο σοβαρά κι αν μιλούσε...
-Φοβήθηκες μη σου λερώσω τη γραβάτα, κόπανε; Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, πανάθεμά σε. Άκου ρε κι αυτό. Θυμάσαι τη μέρα που πήγαμε κι εξομολογηθήκαμε; Ε! Είπα κάτι στον παπά-Αγαθόνικο, τον Αρχιμανδρίτη, ρε... Και τώρα όταν με βλέπει στο δρόμο δεν μου μιλάει. Πάω να του φιλήσω το χέρι και το τραβάει.
<<<>>>
-Η ιδέα σου θα είναι. Αλλά, τι τού’πες, ρε, γούρλωσε τα μάτια ο Μάκης, από περιέργεια και του θύμησε τα γουρλωτά ξεπλυμένα μάτια του Αγαθόνικου.
-Α! Τώρα ξύπνησες. Τι να του πω, βρε άχρηστε; Ότι εγώ έβαλα μπρος στη σκουπιδιάρα του Δήμου και την τράκαρα στον ευκάλυπτο; Παίζει ρόλο, τι του είπα;....
-Ωραία, δεν παίζει. Έτσι λες εσύ. Κι από μένα τι θες; Τι μπορώ εγώ να σε συμβουλέψω, εκτός από του να σου πω να μη σκας κι άντε να πάμε στο πάρτι, γιατί αργήσαμε και θα χάσουμε όλο το πανηγύρι, διαμαρτυρήθηκε ο Μάκης και δίκαια.
-Τίποτα δεν θέλω από σένα. Αυτό μόνο.
-Ποιό;
-Που με άκουσες. Άντε, πάγαινε στο πάρτι τώρα και καλή διασκέδαση.
-Θά’ρθεις κι εσύ.
-Όχι.
-Θά’ρθεις ρε. Δεν έχεις κότσια απάνω σου; Τι θα σου κάνουνε; Θα σου βάλουν τις φωνές, το πολύ-πολύ να φας και κανένα χαστούκι. Και τί έγινε; Χέστηκε η φοράδα στ’αλώνι. Φύγαμε...
Φύγανε. Και πήγανε. Και ήταν μια βραδιά όνειρο, αλλά αυτό το είπαμε. Τι δεν είπαμε; Δεν είπαμε ότι πήγε όπως ήταν, χωρίς να πάει σπίτι του να πλυθεί λίγο, ν’ αλλάξει κανα πουκάμισο, να βάλει λίγο κολώνια, λίγο λάδι στα μαλλιά να στρώσουν, γιατί δεν στρώνανε επειδή τους τα κόβανε κοντά όλο το χρόνο και -το κυριότερο- να πάρει καμιά γραβάτα του πατέρα του και να βγεί έξω από το σπίτι να του τη δέσουνε. Τέτοια βιώματα μπορεί να κάνουν έναν άνθρωπο να μαζεύει γραβάτες σ’ όλη του τη ζωή. Να κάνει συλλογή από γραβάτες. Να μη μάθει ποτέ να τις δένει, αλλά να θέλει να τις έχει. Και να μη τις φοράει, όχι επειδή δεν έχει, αλλά επειδή δεν ξέρει πια να πρωτοδιαλέξει.
Αλλά η βραδιά ήταν ένα όνειρο.
Το πικ-απ έπαιζε το Κρέϊζυ Λαβ. Κρε-ε-ε-έ ϊ-ζυ λαβ και τα λοιπά, δηλαδή. Όλοι χορεύανε. Άλλοι σφιχτά, άλλοι πιο χαλαρά, άλλοι με ρυθμό σωστό και χάρη, άλλοι τόσο άχαροι, που ήταν να γελάς ή να κλαίς, το ίδιο ήταν, αλλά όλοι κάτι κάνανε. Όλοι; Όχι ακριβώς. Ο Λέανδρος καθότανε σε μια γωνιά, πάνω σε ένα σκαμνί και τους κοίταζε. Τη μια δεν ένιωθε άνετα, την άλλη τον πιάνανε τα γέλια. Όταν μάλιστα είδε και το Μάκη να προσπαθεί να βάλει χέρι -«μούχτι » το λέγανε, αλλά δεν την έχουνε τη λέξη τα λεξικά- σε μια συμμαθήτρια με κάτι «μπαλκόνια» να! κι αυτή να μη τον αφήνει, ενώ στο τέλος που κατέβασε το χέρι του ο Μάκης προς τα κάτω, ανέβασε εκείνη το δικό της προς τα πάνω και του άστραψε μια μπάτσα- φλααπ!- ε! τότε ο Λέανδρος έπεσε κάτω, στο πάτωμα, απ’ το σκαμνί που καθόταν, ξεκαρδισμένος από τα γέλια.
Μετά του πασάρανε κι ένα βερμούτ. Ήπιε. Χμ. Καλό ήταν. Γλυκό. Και πίκριζε λίγο στο τέλος κάθε γουλιάς. Και ξαναγλύκιζε στην επόμενη. Έτσι το είχανε σκεφτεί, φαίνεται, για να θές να πίνεις συνέχεια. Και πήγε και ζήτησε κι’ άλλο. Και το ήπιε και το άλλο. Στο τρίτο, θυμήθηκε τη μπάτσα που έφαγε ο Μάκης από τη μπαλκονού και ξαναλύθηκε στα γέλια. Χαχάνιζε βλακωδώς. Μετά το κατάλαβε πως γελούσε μόνος του, σαν το χάχα και αυτό του έφερε νέα χάχανα. Γελούσε έτσι, μόνος του.
Μετά κοίταξε πάλι όλους αυτούς που χορεύανε. «Θα χορέψω κι εγώ» είπε μέσα του. Βλέπει μια κοπέλα, κάνει να της ζητήσει να χορέψουνε, αλλά δεν πρόλαβε. Κάποιος άλλος την άρπαξε. Στον άλλο χορό τα ίδια. Θυμήθηκε τα λόγια του Μπάμπη: «Τι γίνεται εδώ, ρε! Ρε, εδώ τι γίνεται! Στο πηγάδι κατούρησα;». Προσπάθησε με δυσκολία να ξανακάτσει στο σκαμνί του και, την ώρα που έσκαγε με τον κώλο στο πάτωμα, θυμήθηκε τον καθηγητή της Ιστορίας, ένα χοντρό και αδιάφορο άνθρωπο, που, αντί για παράδοση τους διάβαζε τα κείμενα από το βιβλίο. Όταν του είπε ο Λέανδρος ότι αυτό δεν ήταν σωστό και ότι και η Ιστορία μπορεί να γίνει μάθημα κρίσεως, αν διδάσκεται σωστά, αυτός τον είχε απειλήσει με τη φράση «εγώ εσένα, κάποια μέρα, θα σε κάτσω στο σκαμνί» και τώρα, μεταξύ λόξυγγα και γέλιου, ο Λέανδρος, είπε σχεδόν φωναχτά:
-Όλο λόγια είσαι, βρε...Θουκυδίδη γιαλαντζί ! Πού πας και κρύβεσαι όταν σε χρειαζόμαστε; Τώρα σε θέλω, να με κάτσεις στο σκαμνί, που όλο πέφτω!
<<<>>>
-Σε μένα μιλάς; άκουσε μια γλυκειά κοριτσίστικη φωνή, πίσω του. Γύρισε και του κόπηκε ο λόξυγγας, ως δια μαγείας. Το Χριστινάκι, το πιο όμορφο πλάσμα του Γυμνασίου, ήταν εκεί, δίπλα του, σχεδόν τον άγγιζε. Με τις ξανθές, κοντές πλεξούδες της, χάρμα οφθαλμών τε και ώτων, που έλεγε και ο...Αρχαίος, ένας καλός Καθηγητής, που θαύμαζε και συμπαθούσε ιδιαίτερα. Ήταν πολύ όμορφη, τόσο που όταν την έβλεπε δεν τολμούσε ούτε καλημέρα να της πει. Αλλά την αποψινή της ομορφιά, δεν θα μπορούσε να την περιγράψει, ούτε ο Καραγάτσης, ο αγαπημένος του συγγραφέας.
-Όχι, βέβαια, απάντησε με φωνή λιγωμένη.
-Τότε μιλάς μόνος σου. Παραμιλάς καλέ; Γιατί δεν χορεύεις ;
-Κοίτα, να μιλάς μόνος σου γίνεται. Αλλά να χορεύεις και μόνος σου, ε! νομίζω ότι ...παραγίνεται, απόρησε και ο ίδιος με την ατάκα του. Το Χριστινάκι έβαλε τα γέλια. Της άρεσε φαίνεται η εξυπνάδα που πέταξε.
-Έλα, του λέει.
-Πού;
-Να χορέψουμε. Πήγε. Το πικ-απ έπαιζε ένα κλασσικό ταγκό, το Οριάν Εξπρές, πολύ ρυθμικό ορχηστρικό που του άρεσε. Ήθελε να μάθει να το σολάρει και στην κιθάρα του. Αλλά να το χορεύει δεν ήξερε. Και, λίγο το τρακ του πρωτάρη, λίγο που ούτε στο όνειρό του δεν φανταζότανε πως θα κρατούσε κάποτε το Χριστινάκι στην αγκαλιά του, λίγο και το βερμούτ που είχε καταπιεί, την ξενύχιασε την κοπέλα.
-Δεν ξέρεις να χορεύεις, του λέει.
-Ξέρω- ξέρω… Δηλαδή το ξέρω ότι δεν ξέρω. Σε ξενύχιασα ε ;
-Δεν πειράζει. Έλα να βγούμε λίγο έξω στον κήπο, να κάτσουμε στην κούνια, να μιλήσουμε. Θέλεις; Σαν χαμένος την ακολούθησε. Σε μια στιγμή του έπιασε και το χέρι και σχεδόν τον τράβηξε. Φτάσανε στην κούνια. Κάτσανε. Το Χριστινάκι άρχισε να κουνάει την κούνια με τις κινήσεις της. Ο Λέανδρος ακολούθησε. Σε λίγο η κούνια ποηγαινοερχόταν ρυθμικά. Μετά η Χριστίνα τη σταμάτησε σιγά-σιγά.
-Πολύ ωραία βραδιά, είπε.
-Ναι, όνειρο, συμφώνησε ο Λέανδρος. Ξαφνικά ένιωσε πάλι το χέρι της Χριστίνας να κρατάει το δικό του. Αισθάνθηκε μια ζαλάδα. Ακριβώς όπως, όταν άκουσε το φίλο του το Γιώργο να δοκιμάζει την κιθάρα του. «Ωχ! θα λιποθυμήσω πάλι! Κι αυτή τη φορά θα γίνω και ρεζίλι των σκυλιώνε», σκέφτηκε και προσπάθησε να αντισταθεί και να μη χάσει τις αισθήσεις του.
-Έλα, ξαναμίλησε η Χριστίνα.
-Πού θα πάμε πάλι ; απόρησε, με σβησμένη τη φωνή ο Λέανδρος.
-Πουθενά. Εδώ. Φίλησέ με...
-Ποιός, εγώ, εσένα; Τώρα; Γιατί; Πώς ; «Πώς; Ρε, τι τα ‘θελα τα πάρτια, εγώ!»
Η Χριστίνα τον τράβηξε πάνω της. «Να! έτσι», του είπε. Ο Λέανδρος αφέθηκε στο τράβηγμά της. «Τώρα, ό,τι θέλει ας γίνει», είπε μέσα του και κούνησε κι αυτός τα χείλια του. Στο στόμα της. «Τι βερμούτ και κουραφέξαλα», σκεφτότανε. «Τούτο το κόλπο είναι σκέτη γλύκα. Και δεν πικρίζει σταλιά! Και δεν θες να ξεκολλήσεις».
Δεν είχε καλά-καλά τελειώσει τη σκέψη του και ξαφνικά ακούει φωνές.
-Ε! εσείς στην κούνια, τι κάνετε εκεί ;
Φωνή μεγάλου. Άγρια. Βροντερή. «Ωχ! ο πατέρας της Χριστίνας θα είναι.»
-Ποιός είναι αυτός εκεί, με τη Χριστίνα; Άλλη φωνή. Γυναικεία. Η μάννα της. Τους πήρανε χαμπάρι. Τώρα τι κάνουνε; Κι αυτός τι πρέπει να κάνει; Να φύγει ή να κάτσει;
-Φύγε-φύγε, του ψιθυρίζει το Χριστινάκι. Οι γονείς μου. Μας είδανε.
-Μα, δίστασε ο Λέανδρος, δεν πρέπει να σ’άφήσω μόνη σου. Δεν κάναμε και τίποτα.
-Φύγε, ρε πουλάκι μου, που σου λέω, επέμεινε το Χριστινάκι και τον πέταξε κάτω από την κούνια. Ο Λέανδρος σηκώθηκε, την κοίταξε για μια στιγμή, όλο αγωνία και τρόμο στα μάτια του. Ήθελε να φύγει, αλλά κάτι τον κρατούσε. Πριν προλάβει να πει άλλο τίποτα, η Χριστίνα, που τον έβλεπε να μένει ακίνητος και σαστισμένος, ξεγλίστρισε από την κούνια και, πίσω από κάτι δέντρα, πήγε κι έσβησε τα φώτα της αυλής. Μετά ξαναγύρισε.
-Τώρα τρέξε, του είπε και τον έσπρωξε προς την εξώπορτα.
<<<>>>
Ο Λέανδρος τώρα δεν βλέπει τίποτα. Κοιτάει γύρω του, ψάχνει. Τίποτα δεν βλέπει. Μόνο ακούει. Και ακούει φωνές. Δεν καταλαβαίνει τι λένε. Σαν να βρίζουν. Θυμωμένες κουβέντες. Σχεδόν άγριες. Στο μυαλό του τώρα είναι όλα μπερδεμένα. Ο Μάκης, η Χριστίνα, ο καθηγητής της Ιστορίας, ο πατήρ Αγαθόνικος, ο... πατήρ του ο ίδιος, δηλαδή ο πατέρας του, ο οποιοσδήποτε πατήρ, ο δικός του, της Χριστίνας, του Μάκη, του Αγαθόνικου, Χα! ο πατήρ του πατρός Αγαθονίκου! Καλό! Το...βερμούτ. Πολύ καλό. Τον πιάσανε πάλι τα γέλια. Τώρα γελάει και φοβάται. Και ξαφνικά γυρίζει, βλέπει μέσα στο σκοτάδι κάτι που μοιάζει με εξώπορτα, την ανοίγει και το βάζει στα πόδια. Τρέχει, τρέχει και σταματημό δεν έχει. Οι τελευταίες λέξεις που ακούει είναι:
«Βρε τον παλιοαλήτη! Ποιανού γιός είναι;». Και τρέχει.....
Ήταν μια βραδιά όνειρο.
Αλλά ο Λέανδρος, σ’ αυτή τη φάση της... αποψινής ζωής του, δεν μπορούσε να την απολαύσει και να την χαρεί. Όταν ξανοίχτηκε αρκετά από το σπίτι της Χριστίνας, όπου είχαν συμβεί όλα αυτά τα αλλοπρόσαλλα γεγονότα, σταμάτησε το τρεχαλητό. Συνέχισε να περπατάει, όμως, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα. Κάπου-κάπου σταματούσε, κοίταζε πίσω του, γύρω του τρομαγμένα, αφουγκραζόταν, διαπίστωνε ότι «δεν έτρεχε τίποτα» πια και συνέχιζε το περπάτημα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν το χαλασμένο μοτέρ της βάρκας του Βαγγέλα, που ήθελε τρία τέταρτα να πάει Πόρο- Γαλατά. Και πώς ακουγότανε, θεούλη μου, μέσα στην ησυχία της νύχτας! Εκκωφαντικά, θα ‘λεγες.
(Όχι η βάρκα. Η καρδιά του…)
Έφτασε στο Γεφυράκι. Χμ! έτσι ένιωθε: Σαν αυτό το γεφυράκι που χωρίζει το νησί του Πόρου στα δύο. Έτσι ήταν η ψυχή του αυτή την ώρα. Ένα μικρό κανάλι που από τη μία πλευρά βρισκόταν η Σφαιρία, η οργανωμένη κοινωνία, το σχολείο, η εκκλησία, οι γονείς, οι νόμοι, η πειθαρχία, κι απ΄την άλλη η Καλαυρία, η άγρια ομορφιά, η ελευθερία, η αναρχία, η γλυκειά παρανομία. Από εδώ το «πρέπει» και από κεί το «φιλί». Κι αυτός στη μέση, να πρέπει να τα συντονίσει, να τα ενώσει, να τα συνδυάσει, να φροντίσει ώστε να συνυπάρξουν αρμονικά, το άπειρο μυαλό του με την ατίθαση καρδιά του. Δύσκολα πράγματα...
Γύρω του ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Μια ησυχία που σε ξεκουφαίνει. Δεν τη θέλεις τόση ησυχία. Ειδικά όχι τώρα, όχι αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή. Ψυχή γύρω του. Ορίστε; Ψυχή; Όχι ακριβώς. Μέσα στο κανάλι κάτι κουνήθηκε. Τάραξε λίγο τα γαλήνια νερά. Που δεν έμοιαζαν καθόλου με τη φουρτουνιασμένη ψυχή του Λέανδρου. Τι ήταν; Ε! τι ήθελες να ήταν! Το τέρας του Λοχ-Νες; Καμία σαρδελίτσα θα ξύπνησε και έπαιξε λίγο στον αφρό. Εκεί που τόση ώρα καθρεφτιζόταν το φεγγάρι, αλλά ο Λέανδρος δεν το είχε προσέξει. Τώρα που κουνήθηκε λίγο το νερό, το είδε να λικνίζεται στους κύκλους που άφησε το ψαράκι.
<<<>>>
Ο Λέανδρος τώρα κοιτάει το φεγγάρι, μέσα στο νερό, εκεί μπροστά του. Του φαίνεται πως γελάει. Ειρωνικά. Σαν να τον κοροϊδεύει. Αλλά και να τον αποσπά από όλα τα θέματα που τον βασάνιζαν, απόψε και πάντα. Κι η καρδιά του έχει ηρεμήσει αρκετά. Δεν χτυπάει πια τόσο έντονα, όσο πριν από λίγο. Το φεγγάρι όμως συνεχίζει το κοροϊδευτικό του λίκνισμα. Έτσι νομίζει ο Λέανδρος. «Τι ατυχία κι αυτή απόψε! Ψιθύρισε. Ακόμα και το φεγγάρι με κοροϊδεύει. Λες κι έχω κατουρήσει στο πηγάδι ».
Ξαφνικά ένιωσε μια ζωηρή επιθυμία για... κατούρημα. Καβάλησε με μιας τα όχι ψηλά κάγκελα που χωρίζουν το γεφυράκι από το κενό, στάθηκε στο τσιμεντένιο παραπέτο, πάνω από το νερό και... σημάδεψε το φεγγάρι. «Να, για να μάθεις να κοροϊδεύεις», ψιθύρισε καθώς άκουγε το πλατσούρισμα του νερού, μέσα στην απόλυτη ησυχία και έβλεπε τους κύκλους που έφτειαχνε να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν και μετά να χάνονται.
Πριν ακόμα ξαναηρεμήσει η θάλασσα από το τάραγμα που της έκανε, κουμπώθηκε και έρριξε μια τελευταία ματιά στο σημείο όπου το φεγγάρι, διαλυμένο πια, λαμπύριζε πάνω στα διάφορα ανάστατα υδάτινα σχήματα. «Σε εξαφάνισα», μίλησε ο Λέανδρος και άκουσε ευχάριστα τη φωνή του, μετά από τόση ώρα που άκουγε μόνο τις σκέψεις του.
Ύστερα καβάλησε τα κάγκελα και πέρασε πάλι στην άλλη πλευρά. Στο δρόμο. Έριξε το βλέμμα του σ’ αυτό τον ήσυχο δρόμο και άρχισε να τον περπατάει με ηρεμία. Καθώς προχωρούσε μια μελωδία ήρθε στο μυαλό του. Άρχισε να σφυρίζει το μοτίβο του οριάν-εξπρές: «Πάμ-παμ-παμ, παμ-παμ-πάμ-παμ-παμ… Πρέπει να αρχίσω να το μαθαίνω στην κιθάρα, από αύριο», είπε μέσα του, νιώθοντας ξαφνικά τόσο ξαλαφρωμένος, ώστε του γεννήθηκε μια υπέρτατη ανάγκη να ακουμπήσει κάπου μια ευγνωμοσύνη, δεν ήξερε πού, σε ποιόν και γιατί.
Σταμάτησε λίγο. Κοίταξε ψηλά και έκανε το σταυρό του. Ήθελε να πει και κάτι σαν ευχαριστώ, σαν προσευχή, αλλά δεν του έβγαινε. Του βγήκε όμως μια περίεργη σκέψη που δεν δίστασε να τη βάλει στα χείλη του και να την ακούσει: «Νομίζω πως δεν είμαι κανένας κακός άνθρωπος, τελικά. Κι εκείνοι που μου δώσαμε αυτό το χρυσό σήμα, κάτι ξέρανε. Το αξίζω και το δικαιούμαι και δεν το επιστρέφω, με καμία δύναμη. Είναι δικό μου πια... Για πάντα…».
Ο Λέανδρος θυμήθηκε την απορία της Χριστινούλας: «Παραμιλάς, καλέ»; Χαμογέλασε κι αμέσως ξαναπήρε το δρόμο, με πιο γοργό βήμα και χωρίς άλλες σκέψεις, για το σπίτι του. []
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα