Κατά την 19 Μαρτίου, 1837, ελλιμενίσθη εις
Πόρον το πλοίον του Γεωργίου Φάρσα, ερχόμενον από Καραγάτζιον και Μεγαλολύμνην, κείμενα όχι πολλά μακράν του Αγίου Όρους. Μετά τον ερχομόν του, ανήγγειλεν εις τον Υπολιμενάρχην και εκπληρούντα χρέη Υγειονόμου Κύριον Ζάκαν, ότι εις τον διάπλουν του επνίγη ένας ναύτης, ριφθείς εις την θάλασσαν από το πανίον του πλοίου του, (σκόταν ονομαζόμενον.) εν καιρώ νυκτός, πνέοντος σφοδροτάτου ανέμου.
20 Μαρτίου. Ο Λιμενάρχης καθυπέβαλεν εις ένορκον εξομολόγησιν και τον Κυβερνήτην του πλοίου και όλους τους ναύτας, οίτινες ομοφώνως ωμολόγησαν, ότι ο σύντροφός των Ανδρέας Στέριος επνίγη αληθώς ως το ανέφερε την περασμένην ημέραν ο Κυβερνήτης των.
24 Μαρτίου. Ενώ το πλοίον ήτο υπό κάθαρσιν ησθένησεν ο ναύτης του αυτού πληρώματος Ιωάννης Κατζαράπης, περί της αιτίας της ασθενείας του οποίου, ερωτηθείς ο πλοίαρχος απεκρίθη, ότι μεθυσθείς εκοιμήθη επάνω εις το κατάστρωμα και εκρύωσεν. Ο Υπολιμενάρχης δεν ημπορούσε να λάβη αληθινάς πληροφορίας περί της αιτίας και περί της φύσεως της ασθενείας του Κατζαράπη, επειδή ο Πόρος δεν έχει κανένα επιστήμονα Ιατρόν, και επειδή παρά του εκεί ευρισκομένου Ιατρού του Ναυστάθμου, Βερναρδής ονομαζομένου, αμαθεστάτου και απειροτάτου όντος, δεν εδύνατο να γίνη αύτη η διάγνωσις, ως παρακάτω θέλει το ιδείν ο αναγνώστης.
Υπάρχει εκεί και άλλος Ιατρός Σ. Κοκκόλης ονομαζόμενος' αλλ' ούτος κάμνει εκεί απλώς τον εμπειρικόν Ιατρόν μήτε είναι ως ο Κύριος Βερναρδής εις δημόσιον υπηρεσίας αδρώς πληρονομένην. Είναι μόλον τούτο αληθές, ότι την Πανώλην παρομοιάζουσαν οπωσούν με τον κολλητικόν Τύφον, με την Εγκεφαλήτιδα, με τον Γαστρικονευρικόν Πυρετόν και με άλλα σηπτικά πάθη, μάλιστα με τα εξανθηματικά, δυσκόλως διαγινώσκει εις την πρώτην αυτής εμφάνισιν και ο επιστήμων και εμπειρότατος Ιατρός, μάλιστα όταν λείπωσι μερικά χαρακτηριστικά εκείνης σημεία...
(φωτ: Y.)
[....] Υπάρχει εις τον Πελοποννησιακόν Αιγιαλόν του Πόρου εν μέρος Αλική ονομαζόμενον. Όλον το Πελοποννησιακόν μέρος είναι κατά το μάλλον και ήττον νοσώδες' η Αλική όμως είναι το νοσωδέστατον πάντων, διότι ριπτομένων εκεί παρά των κυμάτων των φυκίων και λιμναζόντων εκεί των υδάτων και εξατμιζομένων μένει, εις μεν τον πάντοτε κάθυγρον αιγιαλόν άλας, εις δε την ατμόσφαιραν του Αιγιαλού αναθυμιάσεις δηλητήριοι και θανατηφόροι. Πλησίον της Αλικής είναι και ένας ευρύστομος βόθρος, εις τον οποίον έρριπτον οι υπόλοιμοι τους νεκρούς χωρίς να τους σκεπάσωσι, μήτε με χούφταν χώμα ή άσβεστον.
Εις αυτήν την Αλικήν ερρίπτοντο ανακατωμένοι οι συγγενείς και σύνοικοι των από οποιονδήποτε θάνατον αποθανόντων, εξαιρέτως δε οι συγγενείς και σύνοικοι των από Πανώλην ασθενησάντων ή αποθανόντων χωρίς να πλυθώσιν ή καθαρισθώσι προηγουμένως μήτε αυτοί, μήτε τα πράγματά των. Διά τούτους τους αθλίους η Αλική ήτο αληθινή Κόλασις και Γένα του πυρός του καιομένου.
(φωτ: Υ.)
[....] Εις την Αλικήν ερρίπτοντο ως είπομεν οι υγιείς ύποπτοι' αλλά πού νομίζετε, ότι εστέλλοντο οι άρρωστοι, οι σύζυγοι, οι φίλοι και τα φίλτατα εκείνων; Εις την Σφακτηρίαν, ως το αναφέραμεν ανωτέρω, όπου στελλόμενοι, δεν εστέλλοντο εκεί ειμή διά να αποθάνωσι. Και τωόντι, εκ των ιατρικών και εκ της χλωρίνης, τα οποία εστάλησαν από τας Αθήνας εις τον Κύριον Δουμών, επειδή ενησχολείτο όλην την ημέραν πώς να εύρη όσο δυνατόν πολλούς δια να γεμίση με αυτούς την Σφακτηρίαν και την Αλικήν, δεν ηυκαίρει να ενασχοληθη εις θεραπείαν πασχόντων.
Είκοσιν ήτον ο αριθμός των αρρώστων κειμένων εις την Σφακτηρίαν την ημέραν καθ' ην έφθασεν ο Ηπίτης εις Πόρον. Εκ τούτων οι περισσότεροι ήσαν εν υπαίθρω, ολίγοι έκειντο κατά γης χωρίς κραββάτια εις τον μικρόν οικίσκον, και ακόμη ολιγώτεροι ήσαν εις δύω καλύβας. Όλοι όσοι ημπόρουν να ομιλήσωσιν άνευ εξαιρέσεως εφώναζον και επαραπονούντο, ότι μήτε νερόν τους δίδουσι, και ότι την νύκτα αποθνήσκουσι του κρίου. Ένας Υδραίος Δαμιανός ονομαζόμενος, ένας εξ εκείνων των ριφθέντων εις την Σφακτηρίαν, χωρίς να έχη πανώλην, διά να μην κολλήση, απεμακρύνθη από τους υπολοίμους και από τους αρρώστους, και εκρύφθη υποκάτω εις μίαν μεγάλην πέτραν, κειμένην εις τον όπισθεν του οικίσκου αιγιαλόν της θαλάσσης. Κανείς υπόλοιμος δεν ετόλμα να τον πλησιάση, επειδή και αυτοί είχαν ιδείν, ότι έχει την ανδρείαν του Φιλοκτήτου, χωρίς να έχη τας πληγάς τούτου. Τον Δαμιανόν μείναντα σχεδόν εξ εβδομάδας υποκάτω εις την απορρωγάδα πέτραν, μετέφερεν ο Ηπίτης εις το Μοναστήριον.
(φωτ: Y.)
[....] Την 10 Μαΐου, εκρούσθη ο Κωνσταντίνος Καράς. Την Αναστασίαν σύζυγον του Δαμιανού δένοντες με σχοινίον από τον λαιμόν ως την γυναίκα του Τζέλιου έσυραν και αυτήν από τα ύψη του Πελοποννησιακού μέρους έως εις τον αιγιαλόν, όπου φθάσαντες έδεσαν την άλλην άκραν του σχοινίου εις την πρύμνην μιας λέμβου και την έφερον ούτως επί των υδάτων εις τον πλησίον της Αλικής βόθρον. Τούτο έγινεν ημέρα μεσημέριον, και η αμφιθεατρική θέσις του Πόρου επροσκάλεσε εις ταύτην την θέαν και τους μη θέλοντας των κατοίκων να την είδωσιν.
Ευθύς, ότι ήρχετο είδησις περί της ασθενείας τινός, ο Δουμών μεγαλογένης τότε, ρακένδυτος, άπλυτος, ακάθαρτος, (ποτέ δεν ήλλαζεν,) ωπλισμένος με δύω πιστόλια, φέρων εις την δεξιάν βακτηρίαν σουβλεράν, επαρουσιάζετο ούτως εις την τρέμουσαν και ημιθανή από τον φόβον οικογένειαν του ασθενούς και γυμνόνων όλους και όλας με την αράδαν έψαυε τας μασχάλας και τους βουβώνας με την άκραν της ράβδου του, και αλλοίμονον εις όντινα είχεν επάνω εις το σώμα του κοιλίδα, Ελαίαν, Δοθήνα (βούζουναν,) Χελονάκια εις τον λαιμόν ή αλλού, Αστρακιάν, Κοκκινάδαν ή τι τοιούτον. Εις τοιαύτην περίπτωσιν αμέσως ηκούετο η φωνή "τούτο είναι φοβερό πανούκλα" και αμέσως εσύροντο οι άθλιοι εις την Σφακτηρίαβν οδυρόμενοι και καταξεσχίζοντες τας παρειάς και τας σάρκας των, αι γυναίκες μάλιστα, φωνάζουσαι, μοιρολογούσαι και παρηγορούμεναι μόνον από την μεγαλόφωνον ηχώ των αντικρυνών βουνών, ήτις με την ταχύτητα της αστραπής διέδιδε την είδησιν του νέου κρούσματος εις όλους σχεδόν τους κατοίκους του Πόρου, οίτινες και άνευ τοιούτων ειδήσεων εκαρδιοκτύπων ακατάπαυστα και ήσαν ημιθανείς από τον φόβον και τρόμον, εσύροντο λέγω οι μεν άρρωστοι εις το νησίδιον, οι δε υγιείς εις την Αλικήν' τα δε πράγματά των όλα ερρίπτοντο άνευ εξαιρέσεως εις την φωτίαν.
(φωτ: Y.)
[....] Βλέποντες οι κάτοικοι του Πόρου την ραβδομαντικήν του διαγιγνώσκειν τα πάθη μέθοδον του Δουμών, βλέποντες συρομένους εις το Λοιμοκομείον και εις την Αλικήν σχεδόν όποιον ήθελαν ο Δουμών και ο Τομπακάκης, και βλέποντες απανθρώπως καιομένην την περιουσίαν των πολιτών απεφάσισαν, ως εκ συνθήματος (και τούτο έπρεπε να τους εμπνεύση ο νόμος της αυτοσυντηρήσεως) να μη φανερώσωσι πλέον καμμίαν ασθένειαν, αμμή να την αφίσωσι να φανερωθή μόνη της, όταν δεν δυνηθώσι πλέον να την κρύψωσι. Και τωόντι, μετά ταύτα οι κάτοικοι του Πόρου ησθένουν, ανελάμβαναν, ησθένουν, απέθνησκον και εθάπτοντο, αλλ' εθάπτοντο από χείρας αγαπητάς, χωρίς να καταταράττηται η ψυχή των από τας προς τους μείναντας ζωντανούς αγρίας φωνάς των υπολοίμων και των Χωροφυλάκων.
[....] Ο Ηπίτης επέστρεψε πολλούς εις τας οικίας των, ευρισκομένους έτι εις τους δρόμους και εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης, ετοίμους και προσμένοντας τας λέμβους του Χάρωνος να τους επάρη.
Με την αυτήν αγριότητα εφέρθη μετά ταύτα ο Παλάσκας πάλιν διά προσταγής του Τομπακάκη και προς τους αδελφούς Μάνθον και Δημήτριον Δουζίναν και Γ. Δουζίναν πολίτας εντιμωτάτους και πολλά γνωστούς εις τον τόπον.
Ούτοι συνωδευόμενοι από τα τέκνα και από τας γυναίκας των, εξ ων μία ήτο έγγυος, υπήγαν να κολυμβήσωσιν εις εν διά τούτο κατάλληλον μέρος’ επειδή τοιαύτα μέρη εις Πόρον εισί πολλά ολίγα και αρκετά μεμακρυσμένα από την πόλιν. Επιστρέφοντας το εσπέρας κατά την ογδόην ώραν εις τας καλύβας των τους συλλαμβάνει ο Παλάσκας επί λόγω ότι τοιαύτην ώραν κανείς δεν πρέπει να τολμήση να έκβη της καλύβης του. (Σημείωσε ότι τούτο συνέβη κατά την 24 Ιουνίου, δηλαδή δεκατέσσαρας ημέρας μετά την τελείαν παύσιν της πανώλης). Τους βαστά εις την μικράν και κάμνουσαν νερόν λέμβον επάνω εις κυμαινoμένην θάλασσαν όλην εκείνην την ψυχράν νύκτα έως εις τας οκτώ ώρας της επαύριον, χωρίς να αφήση κανένα φίλον ή συγγενή αυτών να τους δώση κανέν εφάπλωμα ή καμμίαν κάπαν δια να σκεπάσωσι καν τα ανήλικα παιδιά και την έγγυον. Επακόλουθον της Τριγρικής ταύτης πράξεως ήτο η απόβαλσις της εγγύου και το πλευρίτωμα των παιδιών.
(φωτ: Y.)
[....] Διά τους εις πολλά μακρυνά μέρη καθώς εις την αγίαν Παρασκευήν, εις τον Προφήτην Ηλίαν σκηνώσαντας επήγαινεν ο Ηπίτης εις επίσκεψιν και παρηγορίαν των από τον έξω Αιγιαλόν του Πόρου’ και τέλος πάντων όσους πολλά απομεμακρυσμένους δεν έφθανεν ή δεν ήδύνατο να ίδη, έστελλε δι αυτούς τον Ιατρόν Σκαμπέλαν, όστις εξετέλει τας παραγγελίας του Ηπίτου με άκραν προθυμίαν και με πολλήν επιτυχίαν.
Όταν κακή τύχη εκρούετό τις (επειδή τώρα όχι μόνον δεν έκρυπτον ταύτην την ασθένειαν, αλλ’ αμέσως εφανέροναν και πάσαν άλλη όσον ελαφρά και αν ήτο) αμέσως εχώριζεν ο Ηπίτης τον πάσχοντα από τους υγιείς, και τούτους μεν με τα πράγματά των μαζή έλουεν, εκαθάριζεν, έπλυνε με την θάλασσαν και με την χλωρίνην, το δ’ ασθενή έστελλεν εις το λοιμοκομείον του Κάστρου με τα ενδύματα, με τα στρώματά του και με όλα του τα αναγκαία και τον καθυπέβελλεν εις μεθοδική θεραπείαν, καθώς οι άλλας ασθενείας πάσχοντες εφρόντιζον εν ταυτώ να αλλάξωσιν οι υπόλοιμοι τακτικώς τα έλκη και τους άνθρακάς των. Διά τας γυναίκας και διά τα παιδία είχε διωρισμένην να τους εννοιάζηται να τους πλύνη και να τους μαγειρεύη μίαν Χίον υπόλοιμον εμπειροτάτην εις τούτο. Διά τούτων των μέτρων έλαβον αμέσως άλλην μορφήν τα πράγματα του Πόρου’ τα κρούσματα εγίνοντο σπανιώτερα’ οι άνθρωποι ήσαν ευθυμώτεροι βλέποντες μάλιστα ότι η περιουσία των δεν εκαίετο και δεν κατεστρέφετο ως πρότερον.