Κίχλη

Image and video hosting by TinyPic

Image and video hosting by TinyPic

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

57 ~ Μίλτος Σαχτούρης: 29 Ιουλίου

29 Ιουλίου,αποφράδα ημέρα
της μη γεννήσεώς μου
βρίσκομαι βαθιά μέσ΄τα νερά
της θάλασσας του Πόρου
νεοφώτιστος
συντροφιά με τους φίλους μου
τα ψάρια.

Μίλτος Σαχτούρης

-από την συλλογή Καταβύθιση, 1990-

Μίλτου Σαχτούρη, Ποιήματα 1980-1998
Εκδόσεις: Κέδρος 2001



(φωτ: Y.)

Η ανάρτηση αποτελεί πρόταση του Βασίλη Α., και τον ευχαριστώ για την συμβολή του.

Ετικέτες

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

56 ~ Ιωάννης Μακρυγιάννης: Απομνημονεύματα

Ο Μπούρμπαχης με τους στρατιώτες του βήκε εις το Λουτράκι της Κόρθος. Μ᾿ έστειλε η Διοίκηση και πήγα και του μίλησα όλα αυτά. Και τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης και πήγε εις τα Μέγαρα, οπού πήγαν και οι άλλοι. Πήγε εκεί κι ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κι εγώ όλους τους Αθηναίους και Στερολλαδίτες, όσοι φέρναν όπλα και ήταν εις τα νησιά Κούλουρη, Αίγινα και Πόρο, σύναξα αυτούς και τους ίδιους νησιώτες, κατά την διαταγή της Κυβερνήσεως οπού ᾿χω, και πήγα κι εγώ εις Μέγαρα. Τότε κάνομεν ένα σκέδιον να βγούμεν συνχρόνως εις τα πόστα της Αθήνας αναντίον των Τούρκων ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης και οι Ντερβενοχωρίτες να πάνε να πιάσουνε απoβραδύς την Χασιά, να ταμπουρωθούν - είναι η θέση γερή - να πάγη οχτρός εκεί να τον πολεμήσουν.

[....] Σηκώθηκα και πήγα εις τα Θερμιά, ότ᾿ ήμουν αστενής, κι από εκεί εις Τήνο. Είχα την φαμελιά μου εκεί έκατζα καμπόσο. Ήρθε ο κολονέλ Άιντεκ, αξιωματικός Μπαυαρός, και μου λέγει «Σου δίνω πολεμοφόδια και ζαϊρέδες δια δυο χιλιάδες ανθρώπους - να μου δίνης μόνον την υπογραφή σου' να μιλήσουμεν και με τον Κοκράν να σου δώση πλοία να πιάσης ένα μέρος της Αττικής, να είναι στρατέματα απάνου εις την Αττική, να ᾿χουν κατοχή οι Έλληνες. Του είπα' «Να πάγω ν᾿ ανταμώσω και τους Αθηναίους και σου μιλώ». Μπήκαμεν μαζί εις το καράβι και ήρθαμεν εις Πόρο. Εγώ πήγα εις Αίγινα κι εκεί συναχτήκαμεν εις τον Δεσπότη όλοι οι Αθηναίγοι. Τους είπα αυτό' τους ηύρα τους αγαθούς πατριώτες πρόθυμους και μου είπαν να πάγω εις τον Πόρο να μιλήσω με τον Άγιντεκ και Κοκράν να πάμεν. Πρόθυμοι ήταν όλοι οι καλοί κι αγαθοί πατριώτες. Πήγα τους αντάμωσα. Μου είπαν είναι έτοιμοι ο Άιντεκ δια τον ζαϊρέ και πολεμοφόδια -έστειλε κι᾿ ο Κοκράν δια τα πλοία. Όμως ήθελε να του δώσω ατομικώς εγγύησιν ότι δεν θα κάμω πειρατείες. Του υποσκέθηκα αυτό. Μου είπε σε ολίγες ημέρες είναι έτοιμα να μου τα δώση. Πήγα να ετοιμάσω τους ανθρώπους.
Βιβλίο Πρώτο (1797-1827) Κεφάλαιο δέκατο


(φωτ: Z.)

.... Είκοσι έξη μήνες έκαμα σ' αυτήνη την ᾿πηρεσίαν. Αν ιδήτε κατάχρησιν παραμικρή, ή ληστεία, ή αδικίαν εις τους πολίτες, τότε εσείς αναγνώστες να με λέτε άτιμον άνθρωπον. Κι απ᾿ όταν πάψαμεν ύστερα, τηράτε τι ληστείες έγιναν και τι αρπαγές και τι σκοτωμοί. Ο Κυβερνήτης μο᾿ ᾿δωσε τον βαθμό μου, χιλίαρχο, καθώς και οι άλλοι, και μ᾿ έβαλε και εις το στρατιωτικόν δικαστήριον. Δεν θέλησα να κρίνω κανέναν. Ο Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολύ του Πετρόμπεγη το σπίτι. Ψωμί δεν είχαν να φάνε. Σήκωσε ντουφέκι η Σπάρτη, η Πελοπόννησο, η Ρούμελη και γύρευαν Συνέλεψη, να κυβερνιόνται με νόμους. Τότε άρχισε ντουφέκι και εις τον Πόρο. Έστειλε στρατέματα, ήταν και καράβια Ρούσικα με τον Ρικόρδον. Έκαψε ο Μιαούλης την φεργάδα και παπόρι κι άλλα. Υποπτευόταν η Αγγλία να μην γένωμεν κι εμείς θαλασσοδύναμη και με την ευκαρίστησιν του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς τα ᾿καψαν και τελειώσαμεν κι από αυτά. Και γυμνώθη κι ο Πόρος και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι. Ο Πετρόμπεγης είχε φύγει κρυφά πρωτύτερα από τ᾿ Ανάπλι. Στον δρόμο τον έπιασαν αυτόν, έπιασαν τ᾿ αδέρφια του τον Κατζή και τον Κωσταντήμπεγη, τον υγιό του τον Μπεζαντέ και τους χάψωσαν εις το Παλαμήδι όλους.

[....] Τα χρήματα δεν τα ᾿χαμεν, τις δυοχιλιάδες τα τάλαρα' ανταμώνομεν με τον Μιαούλη - ήταν πρωτύτερα αυτό από τα καράβια οπού κάηκαν' του λέγω του Μιαούλη να πάγη εις τη Νύδρα και ειπή του Μαυροκορδάτου, των Κουντουργιωταίων και του Ζαΐμη να του δώσουνε τις δυο χιλιάδες τα τάλαρα κι ύστερα τα ρίχνομεν εις την πατρίδα και πλερώνονται, ή μόνοι μας ο καθείς τα δίνομεν, καθώς εμείς πλερώνομεν και τους ανθρώπους. Του είπα να πάρη και καμπόσους Νυδραίγους να γνωρίζουν από κανόνια - και εις την Πρόνοια ανταμωνόμαστε. Πήγε ο Μιαούλης το λέγει αυτηνών. «Πες του Μακρυγιάννη, λένε του Μιαούλη, να τραβήξη χέρι από αυτό και θα γένη διαφορετικό το πράμα». Τότε διαλύσαμεν τους ανθρώπους' χάσαμεν και τα χρήματά μας. Του λέγω του Μιαούλη «Πώς θα γένη διαφορετικόν; Θα συβιβαστούν; Αυτό είναι, του λέγω, το καλύτερον, να σωθούμεν». Ύστερα άρχισε ο εφύλιος πόλεμος παντού και σκοτώνονταν οι άνθρωποι. Τότε άρχισε ο Πόρος και κάηκαν τα καράβια κι έγινε παντού άνου-κάτου.
Βιβλίο Δεύτερο (1828-1832) Κεφάλαιο δεύτερο


(φωτ: Y.)

(σημ.) α. Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο ατόφια — φαίνονταν οι φλέβες' τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις τ' Άργoς θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν. Άντεσα κι εγώ εκεί, πέρναγα• πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι' αυτά πολεμήσαμεν. (Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα ταλαρα)• κι όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι τού ζητήσετε δια να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». Και τα 'χα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.
Βιβλίο Τρίτο (1833-1843) Κεφάλαιο πρώτο


(φωτ: Υ.)

Στην αρχή δεν τον ρεθίζετε εσείς οι μεγαλοκέφαλοι και ήτον με την πατρίδα. Τον αγαπούσε όλος ο λαός και δυο χρόνια κυβέρνησε καλά. Ύστερα περιλάβετε εσείς τον Κυβερνήτη - πόσοι τάφοι έγιναν εις Σπάρτη και Μεσσηνία, εις Πόρον κι αλλού και πού κατάντησε η κυβέρνησή του; Ύστερα πιάστη με τους Μαυρομιχαλαίγους. Σας έλεγαν άνθρωποι γνωστικοί να κλίνετε κι εσείς την θέλησή σας, καθώς συγκατάνευε κι ο Κυβερνήτης, ν᾿ αγαπηθή μ᾿ αυτούς' δεν στάθη τρόπος. Και χάθη κι αυτός και η πατρίδα διατιμήθη.
Επίλογος

Γιάννης Μακρυγιάννης

Μακρυγιάννη απομνημονεύματα (τόμοι 2)
Εκδόσεις: ΠΑΠΥΡΟΣ ΠΡΕΣΣ (Βίπερ), 1971.


(φωτ: K.)

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

55 ~ Βασίλειος Ι. Κιατίπης: Η πανώλη εις Πόρον και ο Κάρολος Βίπμερ εις την Ελλάδα

Κατά τον μήνο Νοέμ. εδημοσιεύθη μία διατριβή επανωγεγραμμένη "Ιστορική έκθεσις της εν Πόρω πανώλους κατά τους μήνας Απρίλιον, Μάιον και Ιούνιον του 1837, και των παρά της Κυβερνήσεως ληφθέντων μέτρων, εκδοθείσα κατά τα επίσημα της επί των Εσωτερικών Γραμματείας έγγραφα, και κατ' έγκρισιν της Α.Μ. υπό του Καρόλου Βίπμερ αρχιατρού της Α.Μ. ανωτέρου ιατροσυμβούλου και προέδρου του Βασιλικού ιατροσυνεδρίου’ εν Αθήναις εκ της Βασιλικής τυπογραφίας 1837.

Ο σκοπός ταύτης της διατριβής είναι να αποδείξη ο Κ. Βίπμερ ότι, ή δεν συνέβησαν παντάπασι τα ενώπιον περίπου εξ χιλιάδων ανθρώπων επί της πανώλης διατρέξαντα, ή ότι δεν συνέβησαν ούτως ως τα επερίγραψεν ο αυτόπτης και ο αυτήκοος Ηπίτης εις το ημερολόγιόν του. Εις ταύτην την ιστορικήν του έκθεσιν ο Κ. Βίπμερ υβρίζει τον Ηπίτην ως εξ αμάξης, τον συκοφαντεί, και μαίνεται κατ’ αυτού μανίαν ασυγχώρητον εις επαγγελόμενον τον αρχιατρόν της Α.Μ. και τον πρόεδρον του ιατροσυμβουλίου της Ελλάδος’ διότι νομίζομεν ότι, άνθρωποι κατέχοντες τοιαύτας θέσεις εις την κοινωνίαν έπρεπε να ήναι όχι μόνον ακριβείς φύλακες της ευσχημοσύνης, αμμή και διδάσκαλοι αυτής.

Αλλ’ ημείς θέλομεν αποδείξειν το ψεύδος και τας αντιφάσεις όλων των εμπεριεχομένων εις την περί ου ο λόγος διατριβήν, όχι ως το έκαμεν ο Κ. Βίπμερ διά της ασυστόλου αρνήσεως συνειθισμένης και εις αυτούς τους συλλαμβανομένους επ’ αυτοφώρω πταίστας αμμή δι αυτών τούτων των αντιφατικών επιχειρημάτων και εκφράσεων του Κ. Βίπμερ, προσθέττοντες και δημοσιεύοντες και μερικά έγγραφα των όσα ανάγονται εις ταύτην την υπόθεσιν, τα οποία με πολλήν φροντίδα αποσιώπησεν ο Κ. Βίπμερ, διά να απατήση τους απλουςτέρους, τους μη ταξιδεύσαντας εις τον Πόρον μετά την παύσιν της πανώλης, ή τους μη έχοντας εις ταύτην την νήσον κανένα φίλον, και φίλον της αληθείας, διά να τους πληροφορήση, ότι, όσα διαλαμβάνει το ημερολόγιον του Ηπίτου, εκτός μερικών τυπογραφικών και ονομαστικών σφαλμάτων, τα οποία θέλουν διορθωθήν εις το παρόν παράρτημα, μακράν από του να ήναι παραμορφωμένα, ως ετόλμησεν ο Κ. Βίπμερ να το δημοσιεύση, όχι μόνον συνέβησαν ως τα επερίγραψεν ο Ηπίτης αλλ’ ότι συνέβησαν και άλλα πολλά αισχρά και επίσης βλαβερά διά τους Πορίους, τα οποία απεσιωπήθησαν εις το ημερολόγιον, δεν ηξεύρομεν διατί.


(φωτ: Y.)

[….] Λέγει δε ο Κ. Βίπμερ ότι ερανίσθη και ήντλησε ταύτην την ιςτορικήν του έκθεσιν από επίσημα έγγραφα της επί των Εσωτερικών Γραμματείας’ αλλά και αύτη η επί των Εσωτερικών Γραμματεία δεν ήτο παρούσα εις Πόρον διά να ίδη με τους ιδίους αυτής οφθαλμούς τα τότε εκεί διατρέξαντα και όσα έγγραφα της Γραμματείας, τα μόνα επίσημα, ως εκφράζοντα την ειλικρινή επιθυμίαν της Κυβερνήσεως να αποσβεσθή όσον τάχιστα το κακόν, όσα έγγραφα, λέγομεν, εστάλησαν εξ Αθηνών εις Πόρον είναι φυσικώς αδύνατον να εξιστορώσιν ως αληθώς έγιναν τα εις Πόρον γενόμενα. Ταύτα τα έγγραφα λοιπόν δεν δύνανται «ιστορικώς να εκθέσωσι την εις Πόρον πανώλη» ως εκφράζεται και ως διϊσχυρίζεται ο Κ. Βίπμερ αλλ’ ήσαν έντονοι διαταγαί ληφθησομένων μέτρων, και παραγγελίαι προς τους εις Πόρον υπαλλήλους της Γραμματείας να εκπληρώσωσι τα διαταχθέντα μέτρα με φρόνησιν, με φιλανθρωπίαν και οικονομίαν διά το δημόσιον ταμείον.

[….] Εις τον πρόλογόν του λέγει ο Βίπμερ ότι ο Ηπίτης εφέρθη ατόπως και μη πρεπόντως προς την Α.Μ. Και πότε κατεστάθη εισαγγελεύς της Ελληνικής πολιτείας ο Κ. Βίπμερ; Ο Ηπίτης επιθυμών ειλικρινώς να βλέπη την αλήθειαν συμπαρεδρεύουσαν εις την Ελλάδα με τον Όθωνα, και βλέπων τον Κ. Βίπμερ ως μεσότοιχον μεταξύ της Μεγαλειότητός του και της αληθείας έκαμεν απόπειρα, να κατεδαφίση τούτο το μεσότοιχον’ και μέσον προσφορώτερον εις τούτο δεν εγνώριζε τότε άλλο παρά να παραιτηθή από την έδραν του Καθηγητού, του Ιατροσυμβούλου και να επιστρέψη το παράσημον. Και αν αι τότε μεγάλαι φωναί του Κ. Βίπμερ, εκ του εγγυτάτου βοώντος, εμπόδισαν την σιγανήν και μακρόθεν αποπεμπομένην συμβολικήν φωνήν του Ηπίτου να αναβή εις τα ώτα της Μεγαλειότητός του, νομίζει ο Κ. Βίπμερ ότι αύτη η φωνή δεν εξακολουθεί την πρώτην αυτής απεύθυνσιν, και ότι ποτέ δεν θέλει φθάσειν όπου απ’ αρχής κατευθύνθη; Νομίζει ο Κ. Βίπμερ ότι η Μεγαλειότης του ποτέ δεν θέλει περιηγηθήν εις Πόρον, και ποτέ δεν θέλει εμβήν εις περιέργειαν να μάθη από διαφόρους κλάσεις των Πορίων ό,τι προ πολλού ηξεύρουν όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδος; ότι δηλαδή οι σώσαντες τους Πορίους δεν είναι μήτε αι βουλαί του Κ. Βίπμερ, μήτε τα μέτρα του Δουμών και του Τομπακάκη.


(φωτ: Z.)

[….] Σελίδι 8 λέγει ο Κ. Βίπμερ «ο Τομπακάκης επροσκλήθη να χορηγή τα αναγκαία εις τους ενδεείς» αλλ’ όταν ήλθεν ο Ηπίτης εις Πόρον, η φωνή των πεινώντων, γυμνητευόντων, και των εν υπαίθρω ανέβαινεν εις τον ουρανόν, και κατά μέγα μέρος ο Ηπίτης κατεσίγασε ταύτην την φωνήν. Μετά την έλευσιν λοιπόν του Ηπίτου εις Πόρον ήρχησαν σιμά των πασχόντων και αγωνιώντων να παρηγορώνται και οι ενδεείς’ το οποίον παρατρέχοντες εις το ημερολόγιον ενομίζομεν ήδη παραδεδομένον εις την λήθην. Αλλ’ ο Κ. Βίπμερ αναφέρων περί βοηθείας ενδεών γενομένης δια του Τομπακάκη έπρεπε να εξορύξη και να εκβάλη εις το φως και τούτο το μυςτικόν’ και τούτο έτι μάλλον εν ω δεν ερυθρίασε να δημοσιεύση ότι ο Ηπίτης έκαμε συνθήκας χρηματικάς με την Κυβέρνησιν, περί της οποίας θέλομεν ομιλήσει εκτεταμένως εν οικείω τόπω.

Σελίδι 10 λέγει ο Κ. Βίπμερ «τα δε δύο στόμια του λιμένος απεκλείοντο διά πλοίων, ώστε ούτε λέμβος ήτο δυνατόν να διαφύγη την προσοχήν των» όχι μόνον τούτο αλλά και πολλά μίλλια τριγύρω του Πόρου έβλεπον οι ακταίωροί μας τι τρέχει’ διατί λοιπόν ο Κ. Βίπμερ εμπόδισεν εξ Αθηνών τους παρά του Ηπίτου λαβόντας υπό ευθύνην του την άδειαν να οψαρεύσωσι και να ξυλεύωνται όπου εκείνος τους είχε διορίσειν; Δια να εξυβρίση βέβαια τον Ηπίτην και διά να έχη αφορμήν να είπη ότι, τα μέτρα τα οποία εδιώριζεν εκείνος εις Πόρον ήσαν ολέθρια, ενώ ήξευρε καλώς ότι ο Ηπίτης κατά την διάρκειαν της πανώλης εις Πόρον δεν ήθελεν υποφέρειν καν ένα ν’ ανατρέψη τα σχέδιά του και ότι (επειδή με ταύτην την συμφωνίαν υπήγεν εις Πόρον) ήθελεν απαιτήσειν οποταγήν παθητικήν και από αυτόν τον Σουλτάνον αν ούτος ακόμη ώριζεν εκείνην την νήσον.


(φωτ: Y.)

[….] Ό,τι δε με μίαν ανήκουστον προπέτειαν και αναίδειαν αναφέρει συνεχώς εις την ιστορικήν έκθεσιν ο Κ. Βίπμερ είναι, ότι ο Ηπίτης έκαμε πριν της εις Πόρον αναχωρήσεώς του, ότι έλαβεν 25 δραχμάς την ημέραν, ότι επέστρεψε τον Σταυρόν του Σωτήρος επειδή δεν ευχαριστήθη με 25 δραχ. Την ημέραν κτλ.

Εάν ποτέ έγεινε χρηματική συμφωνία, αύτη ως είπαμεν, δεν ημπορούσε να γίνη διά των σημείων των κωφαλάλων, αμμή ήθελε γίνεσθαι προφορικώς ή εγγράφως. Εάν εγένετο προφορικώς, βέβαια δεν ήθελε την ακούσει μόνος ο Κ. Βίπμερ, αλλ’ ήθελον την ακούσει και άλλοι σύμβουλοι, και προ πάντων η τότε κεφαλή αυτών’ Αλλ’ ημπόρουν αυτοί ως τίμιοι άνθρωποι να είπωσιν, ότι ήκουσαν ποτέ τον Ηπίτην λέξιν καν περί χρηματικής συμφωνίας προφέροντα; Εγγράφως πάλιν αν έγίνετο αύτη η συμφωνία, ο Κ. Βίπμερ δεν ήθελ την δημοσιεύσειν εις την ιστορικήν του έκθεσιν μαζή με τα λοιπά επίσημα του Τομπακάκη; ή μάλλον, τοιούτον έγγραφον εάν υπήρχε, δεν ήθελε το τοιχοκολλήσειν, ως είπαμεν και αλλού, εις όλας τας πόλεις του Κράτους, και εις τα ζυθοπωλεία του Μονάχου, καθώς παντού και εις αυτήν την Ρωσσίαν έστειλε την επίσημον ιστορικήν έκθεσίν του;!! Χρηματική συμφωνία, άρα ποτέ δεν έγεινεν.

[….] Καθ’ ην στιγμήν ήτο έτοιμος να αναχωρήση ο Ηπίτης, η Γραμματεία, χωρίς να το ζητήση εκείνος, τον έστειλε 500 δραχμάς διά, ως εκφράζεται η ιδία, εξοικονόμησιν των πρώτων εξόδων του ταξειδίου’ επειδή η Γραμματεία εννόησε πολλά καλά, ότι δεν ήθελεν είσθαι πολλά διακριτικόν μήτε καν τα έξοδα του ταξειδίου να μη χορηγηθώσιν εις άνθρωπον αναχωρούντα διά τοιαύτην υπηρεσίαν χωρίς να κάμη καμμίαν χρηματικήν συμφωνίαν.

Όσον δε διά τας 25 δραχμάς ημεροκάματον, τας οποίας λέγει ο Κύριος Βίπμερ ότι έλαβεν ο Ηπίτης, ψεύδεται αναισχύντως ως εξεύρουσιν όλοι οι υπάλληλοι, διά χειρών των οποίων γίνονται αι πληρωμαί, ότι ο Ηπίτης μέχρι της ώρας ταύτης δεν έλαβε μήτε οβολόν, εκτός των 500 δραχμών, τας οποίας η Γραμματεία αυτοκλήτως τον έςτειλε την 27 Μαΐου.

[….] Σελ. 27. Μετά την 12, 13 Ιουνίου απέδειξεν (ο εκ Πόρου γράφων τα επίσημα Τομπακάκης) την ελάττωσιν της Πανώλους. Αλλ’ ανωτέρω είπεν ο Κ. Βίπμερ ότι η Πανώλη είχε παύσειν σχεδόν την 27 Μαΐου, τουτέςτι προ της αφίξεως του Ηπίτου εις Πόρον. Τοιαύτα είναι τα επίσημα του Κ. Βίπμερ!!!


(φωτ: Κ.)

[….] Προς τον Εξοχώτατον Ιατροσύμβουλον και Καθηγητήν του Πανεπιστημίου Κύριον Ηπίτην

Άμα αφίχθητε εις τον τόπον τούτον ευθύς διά της πρώτης επισκέψεώς σας ανεζωώσατε τους ασθενείς, ηλευθερώσατε τους υπόπτους από την μαςτίζουσαν αυτούς επάρατον Πανώλην και επαρηγορήσατε άπαντας τους φοβισμένους κατοίκους. Περιελθόντες δε την νήσον και την απέναντι ςτερεάν και παρατηρήσαντες εις την οποίαν υπήρχον αθλίαν κατάστασιν οι δυστυχείς συμπολίται μας, εφροντίσατε πάραυτα, των μεν την υγείαν διά την από τας νοσεράς εις τας υγιεινάς θέσεις μετάθεσιν σώσαντες, των δε την δυστυχίαν διά των φιλανθρωπικών σας προσφορών ανακουφίσαντες. Τέλος διά των δραστηρίων και σωτηρίων υγειονομικών μέτρων σας εξαλείψατε από τον τόπον μας την φθοροποιάν και ολέθριον του ανθρωπίνου γένους Πανώλην.

Η Υγειονομική επιτροπή μη δυναμένη άλλως πώς να ανταμείψη τους κόπους σας, νομίζει εν των κυριωτέρων χρεών της εκφράζουσα διά ταύτης τα ειλικρινή αυτής και του λαού της προς την εξοχότητά σας αισθήματα και εγχειρίζουσα αυτήν ως δείγμα της προς υμάς άκρας ευγνωμοσύνης της.

Η Υγειονομική επιτροπή:
Γεώρ. Σπ. Κριεζής, Γ. Παπακυριάκος, Δημ. Στ. Οικονόμου, Α. Κιζάνης, Αναγ. Δ. Λογοθέτου, Ηλίας Λολοκούβαρος, Κ. Οικονόμου, Αντ. Κιζάνης, Κωνς. Μάνεσης, Α. Οικονόμου, Θεόδ. Κιζάνης. Σπ. Καράς, Γ. Γαραδάμας, Ι. Κολοκούβαρος.

Επικυρούνται αι γνησιότητες των ανωτέρω δεκατεσσάρων υπογραφών της υγειονομικής επιτροπής, καθώς και τα ενδιαλαμβανόμενα.

Εν Πόρω τη 15 Ιουλίου 1837

Ο Δημαρχικός πάρεδρος
Γ. Δούρος

Εις τούτο το έγγραφον των εκλεκτών του λαού του Πόρου βλέπει ο αναγνώστης, εν περιλήψει μεν, αλλά εντόνως εκφρασμένα περισσότερα σχεδόν αφ’ όσα ανέφερε το Ημερολόγιον του Ηπίτου. Και τωόντι δεν αναφέρεται εις εκείνο, ότι επροσφέρθη εις μερικούς ενδεείς και χρηματική βοήθεια εκ μέρους του Ηπίτου’ διότι τοιούτων φύσεων πράξεις διαφεύγουσιν ευκολώτατα την μνήμην εκείνου.

Βασίλειος Ι. Κιατίπης

Η πανώλη εις Πόρον και ο Κάρολος Βίπμερ εις την Ελλάδα
Εκδ: Τυπογραφίας Ν. Παππαδοπούλου, 1837

*από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών "Ανέμη"
(του Πανεπιστημίου Κρήτης) anemi.lib.uoc.g



(φωτ: Y.)

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

54 ~ Π. Κ. Ηπίτης: Η πανώλη εις Πόρον

Κατά την 19 Μαρτίου, 1837, ελλιμενίσθη εις Πόρον το πλοίον του Γεωργίου Φάρσα, ερχόμενον από Καραγάτζιον και Μεγαλολύμνην, κείμενα όχι πολλά μακράν του Αγίου Όρους. Μετά τον ερχομόν του, ανήγγειλεν εις τον Υπολιμενάρχην και εκπληρούντα χρέη Υγειονόμου Κύριον Ζάκαν, ότι εις τον διάπλουν του επνίγη ένας ναύτης, ριφθείς εις την θάλασσαν από το πανίον του πλοίου του, (σκόταν ονομαζόμενον.) εν καιρώ νυκτός, πνέοντος σφοδροτάτου ανέμου.

20 Μαρτίου.
Ο Λιμενάρχης καθυπέβαλεν εις ένορκον εξομολόγησιν και τον Κυβερνήτην του πλοίου και όλους τους ναύτας, οίτινες ομοφώνως ωμολόγησαν, ότι ο σύντροφός των Ανδρέας Στέριος επνίγη αληθώς ως το ανέφερε την περασμένην ημέραν ο Κυβερνήτης των.

24 Μαρτίου. Ενώ το πλοίον ήτο υπό κάθαρσιν ησθένησεν ο ναύτης του αυτού πληρώματος Ιωάννης Κατζαράπης, περί της αιτίας της ασθενείας του οποίου, ερωτηθείς ο πλοίαρχος απεκρίθη, ότι μεθυσθείς εκοιμήθη επάνω εις το κατάστρωμα και εκρύωσεν. Ο Υπολιμενάρχης δεν ημπορούσε να λάβη αληθινάς πληροφορίας περί της αιτίας και περί της φύσεως της ασθενείας του Κατζαράπη, επειδή ο Πόρος δεν έχει κανένα επιστήμονα Ιατρόν, και επειδή παρά του εκεί ευρισκομένου Ιατρού του Ναυστάθμου, Βερναρδής ονομαζομένου, αμαθεστάτου και απειροτάτου όντος, δεν εδύνατο να γίνη αύτη η διάγνωσις, ως παρακάτω θέλει το ιδείν ο αναγνώστης.

Υπάρχει εκεί και άλλος Ιατρός Σ. Κοκκόλης ονομαζόμενος' αλλ' ούτος κάμνει εκεί απλώς τον εμπειρικόν Ιατρόν μήτε είναι ως ο Κύριος Βερναρδής εις δημόσιον υπηρεσίας αδρώς πληρονομένην. Είναι μόλον τούτο αληθές, ότι την Πανώλην παρομοιάζουσαν οπωσούν με τον κολλητικόν Τύφον, με την Εγκεφαλήτιδα, με τον Γαστρικονευρικόν Πυρετόν και με άλλα σηπτικά πάθη, μάλιστα με τα εξανθηματικά, δυσκόλως διαγινώσκει εις την πρώτην αυτής εμφάνισιν και ο επιστήμων και εμπειρότατος Ιατρός, μάλιστα όταν λείπωσι μερικά χαρακτηριστικά εκείνης σημεία...


(φωτ: Y.)

[....] Υπάρχει εις τον Πελοποννησιακόν Αιγιαλόν του Πόρου εν μέρος Αλική ονομαζόμενον. Όλον το Πελοποννησιακόν μέρος είναι κατά το μάλλον και ήττον νοσώδες' η Αλική όμως είναι το νοσωδέστατον πάντων, διότι ριπτομένων εκεί παρά των κυμάτων των φυκίων και λιμναζόντων εκεί των υδάτων και εξατμιζομένων μένει, εις μεν τον πάντοτε κάθυγρον αιγιαλόν άλας, εις δε την ατμόσφαιραν του Αιγιαλού αναθυμιάσεις δηλητήριοι και θανατηφόροι. Πλησίον της Αλικής είναι και ένας ευρύστομος βόθρος, εις τον οποίον έρριπτον οι υπόλοιμοι τους νεκρούς χωρίς να τους σκεπάσωσι, μήτε με χούφταν χώμα ή άσβεστον.

Εις αυτήν την Αλικήν ερρίπτοντο ανακατωμένοι οι συγγενείς και σύνοικοι των από οποιονδήποτε θάνατον αποθανόντων, εξαιρέτως δε οι συγγενείς και σύνοικοι των από Πανώλην ασθενησάντων ή αποθανόντων χωρίς να πλυθώσιν ή καθαρισθώσι προηγουμένως μήτε αυτοί, μήτε τα πράγματά των. Διά τούτους τους αθλίους η Αλική ήτο αληθινή Κόλασις και Γένα του πυρός του καιομένου.


(φωτ: Υ.)

[....] Εις την Αλικήν ερρίπτοντο ως είπομεν οι υγιείς ύποπτοι' αλλά πού νομίζετε, ότι εστέλλοντο οι άρρωστοι, οι σύζυγοι, οι φίλοι και τα φίλτατα εκείνων; Εις την Σφακτηρίαν, ως το αναφέραμεν ανωτέρω, όπου στελλόμενοι, δεν εστέλλοντο εκεί ειμή διά να αποθάνωσι. Και τωόντι, εκ των ιατρικών και εκ της χλωρίνης, τα οποία εστάλησαν από τας Αθήνας εις τον Κύριον Δουμών, επειδή ενησχολείτο όλην την ημέραν πώς να εύρη όσο δυνατόν πολλούς δια να γεμίση με αυτούς την Σφακτηρίαν και την Αλικήν, δεν ηυκαίρει να ενασχοληθη εις θεραπείαν πασχόντων.

Είκοσιν ήτον ο αριθμός των αρρώστων κειμένων εις την Σφακτηρίαν την ημέραν καθ' ην έφθασεν ο Ηπίτης εις Πόρον. Εκ τούτων οι περισσότεροι ήσαν εν υπαίθρω, ολίγοι έκειντο κατά γης χωρίς κραββάτια εις τον μικρόν οικίσκον, και ακόμη ολιγώτεροι ήσαν εις δύω καλύβας. Όλοι όσοι ημπόρουν να ομιλήσωσιν άνευ εξαιρέσεως εφώναζον και επαραπονούντο, ότι μήτε νερόν τους δίδουσι, και ότι την νύκτα αποθνήσκουσι του κρίου. Ένας Υδραίος Δαμιανός ονομαζόμενος, ένας εξ εκείνων των ριφθέντων εις την Σφακτηρίαν, χωρίς να έχη πανώλην, διά να μην κολλήση, απεμακρύνθη από τους υπολοίμους και από τους αρρώστους, και εκρύφθη υποκάτω εις μίαν μεγάλην πέτραν, κειμένην εις τον όπισθεν του οικίσκου αιγιαλόν της θαλάσσης. Κανείς υπόλοιμος δεν ετόλμα να τον πλησιάση, επειδή και αυτοί είχαν ιδείν, ότι έχει την ανδρείαν του Φιλοκτήτου, χωρίς να έχη τας πληγάς τούτου. Τον Δαμιανόν μείναντα σχεδόν εξ εβδομάδας υποκάτω εις την απορρωγάδα πέτραν, μετέφερεν ο Ηπίτης εις το Μοναστήριον.


(φωτ: Y.)

[....] Την 10 Μαΐου, εκρούσθη ο Κωνσταντίνος Καράς. Την Αναστασίαν σύζυγον του Δαμιανού δένοντες με σχοινίον από τον λαιμόν ως την γυναίκα του Τζέλιου έσυραν και αυτήν από τα ύψη του Πελοποννησιακού μέρους έως εις τον αιγιαλόν, όπου φθάσαντες έδεσαν την άλλην άκραν του σχοινίου εις την πρύμνην μιας λέμβου και την έφερον ούτως επί των υδάτων εις τον πλησίον της Αλικής βόθρον. Τούτο έγινεν ημέρα μεσημέριον, και η αμφιθεατρική θέσις του Πόρου επροσκάλεσε εις ταύτην την θέαν και τους μη θέλοντας των κατοίκων να την είδωσιν.

Ευθύς, ότι ήρχετο είδησις περί της ασθενείας τινός, ο Δουμών μεγαλογένης τότε, ρακένδυτος, άπλυτος, ακάθαρτος, (ποτέ δεν ήλλαζεν,) ωπλισμένος με δύω πιστόλια, φέρων εις την δεξιάν βακτηρίαν σουβλεράν, επαρουσιάζετο ούτως εις την τρέμουσαν και ημιθανή από τον φόβον οικογένειαν του ασθενούς και γυμνόνων όλους και όλας με την αράδαν έψαυε τας μασχάλας και τους βουβώνας με την άκραν της ράβδου του, και αλλοίμονον εις όντινα είχεν επάνω εις το σώμα του κοιλίδα, Ελαίαν, Δοθήνα (βούζουναν,) Χελονάκια εις τον λαιμόν ή αλλού, Αστρακιάν, Κοκκινάδαν ή τι τοιούτον. Εις τοιαύτην περίπτωσιν αμέσως ηκούετο η φωνή "τούτο είναι φοβερό πανούκλα" και αμέσως εσύροντο οι άθλιοι εις την Σφακτηρίαβν οδυρόμενοι και καταξεσχίζοντες τας παρειάς και τας σάρκας των, αι γυναίκες μάλιστα, φωνάζουσαι, μοιρολογούσαι και παρηγορούμεναι μόνον από την μεγαλόφωνον ηχώ των αντικρυνών βουνών, ήτις με την ταχύτητα της αστραπής διέδιδε την είδησιν του νέου κρούσματος εις όλους σχεδόν τους κατοίκους του Πόρου, οίτινες και άνευ τοιούτων ειδήσεων εκαρδιοκτύπων ακατάπαυστα και ήσαν ημιθανείς από τον φόβον και τρόμον, εσύροντο λέγω οι μεν άρρωστοι εις το νησίδιον, οι δε υγιείς εις την Αλικήν' τα δε πράγματά των όλα ερρίπτοντο άνευ εξαιρέσεως εις την φωτίαν.


(φωτ: Y.)

[....] Βλέποντες οι κάτοικοι του Πόρου την ραβδομαντικήν του διαγιγνώσκειν τα πάθη μέθοδον του Δουμών, βλέποντες συρομένους εις το Λοιμοκομείον και εις την Αλικήν σχεδόν όποιον ήθελαν ο Δουμών και ο Τομπακάκης, και βλέποντες απανθρώπως καιομένην την περιουσίαν των πολιτών απεφάσισαν, ως εκ συνθήματος (και τούτο έπρεπε να τους εμπνεύση ο νόμος της αυτοσυντηρήσεως) να μη φανερώσωσι πλέον καμμίαν ασθένειαν, αμμή να την αφίσωσι να φανερωθή μόνη της, όταν δεν δυνηθώσι πλέον να την κρύψωσι. Και τωόντι, μετά ταύτα οι κάτοικοι του Πόρου ησθένουν, ανελάμβαναν, ησθένουν, απέθνησκον και εθάπτοντο, αλλ' εθάπτοντο από χείρας αγαπητάς, χωρίς να καταταράττηται η ψυχή των από τας προς τους μείναντας ζωντανούς αγρίας φωνάς των υπολοίμων και των Χωροφυλάκων.

[....] Ο Ηπίτης επέστρεψε πολλούς εις τας οικίας των, ευρισκομένους έτι εις τους δρόμους και εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης, ετοίμους και προσμένοντας τας λέμβους του Χάρωνος να τους επάρη.

Με την αυτήν αγριότητα εφέρθη μετά ταύτα ο Παλάσκας πάλιν διά προσταγής του Τομπακάκη και προς τους αδελφούς Μάνθον και Δημήτριον Δουζίναν και Γ. Δουζίναν πολίτας εντιμωτάτους και πολλά γνωστούς εις τον τόπον.

Ούτοι συνωδευόμενοι από τα τέκνα και από τας γυναίκας των, εξ ων μία ήτο έγγυος, υπήγαν να κολυμβήσωσιν εις εν διά τούτο κατάλληλον μέρος’ επειδή τοιαύτα μέρη εις Πόρον εισί πολλά ολίγα και αρκετά μεμακρυσμένα από την πόλιν. Επιστρέφοντας το εσπέρας κατά την ογδόην ώραν εις τας καλύβας των τους συλλαμβάνει ο Παλάσκας επί λόγω ότι τοιαύτην ώραν κανείς δεν πρέπει να τολμήση να έκβη της καλύβης του. (Σημείωσε ότι τούτο συνέβη κατά την 24 Ιουνίου, δηλαδή δεκατέσσαρας ημέρας μετά την τελείαν παύσιν της πανώλης). Τους βαστά εις την μικράν και κάμνουσαν νερόν λέμβον επάνω εις κυμαινoμένην θάλασσαν όλην εκείνην την ψυχράν νύκτα έως εις τας οκτώ ώρας της επαύριον, χωρίς να αφήση κανένα φίλον ή συγγενή αυτών να τους δώση κανέν εφάπλωμα ή καμμίαν κάπαν δια να σκεπάσωσι καν τα ανήλικα παιδιά και την έγγυον. Επακόλουθον της Τριγρικής ταύτης πράξεως ήτο η απόβαλσις της εγγύου και το πλευρίτωμα των παιδιών.


(φωτ: Y.)

[....] Διά τους εις πολλά μακρυνά μέρη καθώς εις την αγίαν Παρασκευήν, εις τον Προφήτην Ηλίαν σκηνώσαντας επήγαινεν ο Ηπίτης εις επίσκεψιν και παρηγορίαν των από τον έξω Αιγιαλόν του Πόρου’ και τέλος πάντων όσους πολλά απομεμακρυσμένους δεν έφθανεν ή δεν ήδύνατο να ίδη, έστελλε δι αυτούς τον Ιατρόν Σκαμπέλαν, όστις εξετέλει τας παραγγελίας του Ηπίτου με άκραν προθυμίαν και με πολλήν επιτυχίαν.

Όταν κακή τύχη εκρούετό τις (επειδή τώρα όχι μόνον δεν έκρυπτον ταύτην την ασθένειαν, αλλ’ αμέσως εφανέροναν και πάσαν άλλη όσον ελαφρά και αν ήτο) αμέσως εχώριζεν ο Ηπίτης τον πάσχοντα από τους υγιείς, και τούτους μεν με τα πράγματά των μαζή έλουεν, εκαθάριζεν, έπλυνε με την θάλασσαν και με την χλωρίνην, το δ’ ασθενή έστελλεν εις το λοιμοκομείον του Κάστρου με τα ενδύματα, με τα στρώματά του και με όλα του τα αναγκαία και τον καθυπέβελλεν εις μεθοδική θεραπείαν, καθώς οι άλλας ασθενείας πάσχοντες εφρόντιζον εν ταυτώ να αλλάξωσιν οι υπόλοιμοι τακτικώς τα έλκη και τους άνθρακάς των. Διά τας γυναίκας και διά τα παιδία είχε διωρισμένην να τους εννοιάζηται να τους πλύνη και να τους μαγειρεύη μίαν Χίον υπόλοιμον εμπειροτάτην εις τούτο. Διά τούτων των μέτρων έλαβον αμέσως άλλην μορφήν τα πράγματα του Πόρου’ τα κρούσματα εγίνοντο σπανιώτερα’ οι άνθρωποι ήσαν ευθυμώτεροι βλέποντες μάλιστα ότι η περιουσία των δεν εκαίετο και δεν κατεστρέφετο ως πρότερον.

Π. Κ. Ηπίτης

Η πανώλη εις Πόρον ή Ημερολόγιον
Εκδ: Τυπογραφία Πέτρου Μαντζαράκη, 1837
*Princeton University Library
Αποκατεστημένο μέσω επιχορήγησης
από το Ίδρυμα Cartwright
(από worldcat.org)



(φωτ: Y.)

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

53 ~ Άρις Αντάνης: And I Lost Him Sooner

And that frail old man frοm Canada, the Greek
lately returned, his Poros birthplace to seek,
left a great emptiness in my heart
as he stood on the pier, come to see me depart.

And now, as the steamship sailed stately away
my eyes come to rest on that figure in grey,
with long coat and wide-brimmed fedora,
the once young silhouette in an old man's aura.

And there he remained on the quayside alone
the words for "goodbye" on his lips unknown,
motionless, as he stayed to watch me leave,
and I, in my turn, paused a long while to grieve.

And though my whole life I could never cry,
my eyes at our farewell were far from dry
and I ardently wished not to shed a tear
for sooner would I lose his fading form, so dear.

And I lost him sooner.

Άρις Αντάνης
μετάφραση: Marilyn Tate Adanis

The Maiden of the Isle
Εκδόσεις: Φενεός, 2013



(φωτ: K.)

Ετικέτες

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

52 ~ Γκάμπριελ Βέλτερ: Troizen und Kalaureia

Das Land Troizen ist demnach eine geophysische Einheit, welde den gesamten Aderesgebitgszug nebst die ihm im Norden und Süden vorgelagerten Küstenebenen umfaßt. An der nördlichen und ausgedehntesten von ihnen liegt die Stadr Troizen (Taf I).

Der Ansatz der Halbinsel Methana an das Festland teilt die Nordküste des Landes Troizen in einen östlichen und einen westlichen Abschnitt. Dem östlichen ist im Abstand einer halben Meile die Insel Kalaureia, jetzt Poros, vorgelagert, wodurch ein langgestreckter ausgezeichneter Naturhafen entsteht, dessen westlicher Teil Πώγων hieß (Herodot VIII 42; Strabo II 6,14; Mela II 3). Er hat swei Sugänge, einen im Osten, wo Kalaureia nur durch einen engen und seichten Sund vom Festland gettennt ist, und einen breiteren am westlichen Ende von Kalaureia. Weiter östlich liegen dicht an der Küste zwei unbedeutende Riffe und eine kleine Insel mit einer vom bayerischen Oberst Heydeck im Jahre 1828 errichteten Befestigung (vgl. Fasti S. 7r). Vor dem Kap Skyllaion liegen swei kleine unbewohnbare Inseln, jetzt Kelevini.

(μτφ στα αγγλικά: The country around Troizen can be described as geophysical unit, which includes the entire Aderes mountains together in the north and south with the offshore coastal plains. At the northern end and most widespread of the villages is the town Troizen (Taf.1)

The Methana peninsula is north of the mainland of the country, and shares with Troizen an eastern and a western section. At the eastern end one-half mile in the distance is the island of Kalaureia, now Poros. There is an elongated excellent natural harbor (Herodotus VIII, 42; Strabo II 6.14; Mela II 3). Kalauria has two points, one in the east, where Kalaureia is separated only by a narrow and shallow sound from the mainland, and wider at the west end of Kalaureia. The eastern side is close to the coast with two insignificant reefs and a small island. The Bavarian Colonel Heydek in 1828 was there (see Fasti p.61). Off Cape Skyllaion (Skylax, Peripl. 51 IG IV 724 line 24) are two small islands uninhabitable, now Kelevini.).


(φωτ: Y)

[....] Meine Untersuchung stellte nicht den geringsten Rest eines Tempelfundaments fest, ebensowenig die unumgänglichen Felsenabarbeitungen und irgendwelche Scherben. Roß (Königsreisen II 4) hatte ohne Angabe von Gründen Sphairia in dem Teil der Insel Poros vermutet, auf dem dich das Städtchen Poros erhebt. Daß dieser Teil ursprünglich vom Hauptteil der Insel, von dem er sich auch durch seine vulkanische Struktur unterscheidet, getrennt war, lehrt der sumpfige Isthmos, der beide Teile verbindet. Anderseits zeigen die Tiefenmessungen im schmalen und seichten Sund zwischen Poros und dem Festland klar, daß ein Durchwaten des Sundes vor der Ausbaggerung eines für die Schiffahrt notwendigen sehr schmalen Kanals möglich gewesen sein muß, zumal, wenn hierbei die an der festländischen Küste in dieser Gegend überall seit dem späten Altertum erfolgte Küstensenkung und der tiefe Wasserstand im Winter in Rechnung gezogen wird.

(μτφ. στα αγγλικά: My investigation has found not the slightest remnant of a temple foundation, nor the rocks use to build the temple, nor and any shards. Ross (Konigreisen [King’s Travel] II 4) had no details of reasons that Sphairia believed in the cult on that part of the island of Poros, on which stands the little town of Poros. That this part was originally separated from the main part of the island, apart from the structure, shows that the marshy isthmus connected the two parts. On the other hand, the depth measurements in the narrow and shallow channel between Poros and the mainland, clearly shows that wading through the channel was possible. It is conceivable that dredging of the waterway was required for the very narrow channel. This was especially the case as since late antiquity there has been coast reduction everywhere on the fixed land between coasts in this area. The water levels suffer during winter.)

Gabriel Welter
* η αγγλική μετάφραση είναι της Linda Atkinson
(από τον ιστοχώρο troizenarchaeology.com)

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgVKBq1HeiSSXHURJlDtEib_rWmzrw4eO5qWlSv6LZokuuUEnr7cTyUpcEqZQZtSHs-pthhyfIEepgjwgDRBiM2m5Qh8w72K1y5GiJ7H_QtfIMMpxgJMu2pMrqyIa67XlQtBDXqLMRxm2-L/s400/book1.gifTroizen und Kalaureia
Εκδ.: Verlag Gebr. Mann / Berlin, 1941




(φωτ: Y)

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

51 ~ Τζωρτζ Χόρτον: [για τον πατέρα Ιωάννη Παπαγεωργίου]

Η συγκέντρωση όλων των τάξεων σε μια πόλη σαν την Αθήνα σε αναγκάζει να συναντάς σε κάθε γωνία μια ομάδα αξιωματικών ή έναν παπά με το επιβλητικό του ράσο ν' ανεμίζει. Οι παπάδες έχουν μακριά μαλλιά και γένεια, ώστε να ξεχωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο από τους Δυτικούς ιερείς και ίσως και γι' αυτό τον λόγο παντρεύονται, παρ' όλο που οι δεσπότες πρέπει να είναι άγαμοι.

Σε επίσημες περιπτώσεις αφήνουν λυτά τα μακριά μαλλιά τους, για τα οποία συχνά δίκαια περηφανεύονται. Ο πάτερ Ιωάννης Παπαγεωργίου, που τώρα βρίσκεται στον Πόρο, έχει κοκκινωπά μαλλιά που ανεμίζουν μεγαλοπρεπώς, μια χαίτη που κυματίζει σχεδόν ως τους γοφούς του. Είναι σαν αρσενική λαίδη Γκοντίβα.

George Horton
Μετάφραση: Λένα Παπαθεμελή

Στην Αθήνα του καιρού μου
Έκδοση του Ιδρύματος Μελετών και Αλληλεγγύης, 2011




(φωτ: Y)

Ετικέτες

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

50 ~ Τζέημς Μέρριλ: The (Diblos) Notebook

She had said she was going to the pharmacy, not that there was anything to do, now, but wait. The others had appeared to understand.
So did the few people she passed; they greeted hew courteously, without lingering.

On a small promontory she met Orestes. He was walking away from the town. It stretched on either side of him like a robe, its hues of white & stone hanging down into the still harbor.
“Pardon me”, he said. “Do you live here? I am looking for the Sleeping Woman.”

His Greek, fluent but incorrect, made her examine him carefully.
“Ah,” she said at length, “but the best view is from the town. Did no one point it out? You must turn back.”


(φωτ: K)

[....] AFTERWORD
18.x.93

This little fiction, written to conceal how little of a fiction it is, like the Purloined Letter hides its strategy in plain view.

The book during its composition struck me as perilously drenched with real life. Much of it was wtitten in the field in the shade of the brilliant midsummer waterfront on Poros, the island where I had visited Kimon Friar and Mina Diamantopoulos on my first trip to Europe, fourteen years earlier. To be sure, Kimon and I were not half-brothers. Neither of us had a mother in Texas. "Lucine" is smuggled in from a quite different part of my life, and "Arthur Orson" is based on a fussy old man I knew in Athens, who had no connection whatever with this story. So on second thought, more invention must have come into play than I supposed at the time.

James Merrill

The (Diblos) Notebook
Εκδόσεις: Dalkey Archive Press, 1994
(πρώτη έκδοση: Atheneum publishers, 1965)


Περισσότερα για τον James Merrill στην ανάρτηση 14 / 20-8-2006, του "ταξιδεύοντας"


(φωτ: Y)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

49 ~ Άρις Αντάνης: Τα μάτια που σώζουν

...Στον Πόρo έκανα βόλτες με μια ομπρέλα από τις 11 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα. Έψαχνα να βρω κανένα φίλο, αλλά μάταια. Μόνο ηλικιωμένοι, παιδιά και έφηβοι κυκλοφορούσαν. Το βράδυ αποζημιώθηκα όμως σε μια από τις γραφικές ταβερνούλες του Πόρου. Σαββατόβραδο αλλά δεν είχε κόσμο. Βλέπεις οι παραθεριστές, αφού αλώνισαν το νησί όλο το καλοκαίρι, τώρα, με τις πρώτες ψύχρες, μαζεύονται στα σπίτια τους στην Αθήνα κι αφήνουν τη μελαγχολία τους να καθρεφτίζεται στην ήρεμη θάλασσα, στο ηλιοβασίλεμα, που τώρα δεν αργεί πολύ, στις άδειες καρέκλες των καφενείων και της ταβέρνας και στα πρόσωπα των ντόπιων, που αν και βρίζουν όλο το καλοκαίρι επειδή δεν βρίσκουν ψάρι, καλό κρέας, καρέκλα να καθίσουν - όλα τα καλά για τους ξένους, λένε- τώρα ζωγραφίζουν στα μάτια τους την καβαφική απορία:
«Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς… τουρίστες!...»

…Εκεί που κουβεντιάζαμε, ανοίγει η πόρτα της ταβέρνας και μπαίνει ένα ζευγαράκι… Κοίταξαν γύρω τους θέλοντας να διαλέξουν τραπέζι. Δυο παρέες όλες κι όλες και τελικά ήρθαν κι έκατσαν δίπλα μας. Και το πιο παράξενο:
«Σας περισσεύει μια καρέκλα; Μας ρώτησαν.
«Ευχαρίστως», η απάντησή μας.

Λες και δεν είχε άλλες καρέκλες. Λες και ήθελαν να γίνουμε όλοι μια παρέα. Λες και τους φόβιζε η μοναξιά, παρά το νεαρό της ηλικίας τους. Λες και στο ψιλόβροχο πρόβλεπαν καλχικά θα έλεγε κανείς, σαν να μη το ήξεραν, πως θα περάσουν τώρα αρκετοί μήνες χειμωνιάτικοι, ήρεμοι. Και ...κρύοι!...

Άρις Αντάνης

Στήλες άλατος
Εκδόσεις: Αναζήτηση, 1982



(φωτ: Y)

Ετικέτες

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

48 ~ Τζούλιαν Μπλάτσλυ: Adjacent to the Argonauts

   ...I asked Stavros if he knew what the weather would be like today. He looked around, glanced upwards at the sky and said, "'S okay".
      Lowering my voice still further, I asked him where the hell we should go today, to get around not having access to the pilot book.
     "Poros", he replied without hesitation, "'S nice place." When I asked him what the harbour was like. he shrugged. "Don' know. I never been."
      Armed with meteorological and pilotage advice of this quality, I strode manfully down to the dock to take my ship to sea.


(φωτ: Z)

[....] The striking point of the whole is the richly forested slopes of both the island and the adjacent mainlang, Poros and the mountain beingalmost totally covered with green pines, whilst the lower-lying Peloponnese shore is fertile ground with great expanses of citrus orchards. There is a heady scent of pine ever in the air. From the west, the town of Poros is perceived in the fork of two green inclines as a charmingly irregular agglomeration of largely white houses with terracotta-tiled roofs.


(φωτ: K)

Here and there are just enough buildings in sandy natural stone to break the snowy uniformity we have found in Perdika. Crowing the whole, at the south-western tip of the town, a crag rises from the houses, upon which stands a stately, white clock-tower looking over the strait to the mainland town of Galatas.


(φωτ: Z)

      The approach to the town, which we made by tacking into a gentle wind bent easterly by the shape of the bay, passed a chain of attractive anchorages on the south side of the island. The town opened further as we approached to reveal the lovely ochre-and-white buildings of the old naval arsenal and the intriguing silhouette of an ageing warship. That sail down the bay of Poros, in a lazy sailing breeze and on a warm, brilliantly clear autumnal day, is one of the three or four memories which spring to my mind whenever sailing is the subject of the moment.

[....] Poros has a magical quality at the end of the day. To the west of the town are the hills of the north-east Peloponnese which, viewed from the Poros Strait, look exactly like a sleeping lady.



She lies on her back, one knee raised, her hair flowing back from patrician frontal lobes, an has a full, shapely bosom. After sunset, the light is quickly excluded from the town bt the high crest of Dharditsa, to the south of the strait, so you look past the early lights of the dusky town to the sleeping lady, backlit in red by the dying glow of the sun. I would have quite enjoyed the scene, had it not been for the enthusiastic cavortings of Malcom trying to catch it all on camera.

Julian Blatchley

Adjacent to the Argonauts
Εκδόσεις: Matador, 5 Iουλίου 2010




(φωτ: Y)

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

47 ~ George Horton: In Argolis

The two immediate causes which sent us to Poros, the first week in March, 1898, were William McKinley, President of the United States, and an innocent three-months-old baby, known to the Greek servants as "the Baby-coula." Now what two things could be more dissimilar in every way? And yet they united to produce just this result.

In Mr. McKinley, exercising his indisputable right, Argolis removed the father from office at a time when the Babycoula was unable to cross the Atlantic; Poros was near to Athens; a good house was obtainable there, and the wild flowers and blossoming trees heralded the approach of early spring. After a family council, in which the Babycoula unconsciously took part by figuring as the chief consideration in every discussion, we decided to leave the Piraeus on a little steamer advertised to sail the next day at two o'clock in the afternoon.
[....] We were no strangers in Poros, as we had already passed three summers there. The whole town assembled on the wharf to welcome us, the doctor, the druggist, the postmaster, the mayor, the constable; and a throng of sturdy old fellows in island costume, - red fez, blue knee-breeches incredibly voluminous in the seat, high stockings, wide leather belt containing innumerable pockets and room for a long knife or two. We were greeted on all sides by "Kalos oreesate!" (Welcome !), "Tee kamnete?" (How do you do?), "Kala Eesai? Eesai kala?" (Well, are you? Are you well?), and a continual chorus of "Kala, kala, kala, kala," meaning well, well, well, well, and signifying, even before we had a chance to ask, that our questioners were themselves in good health.

[....] A memorable event marked our first full day in Poros, - a social call from our landlord's wife. She was extremely corpulent, after the style of the majority of Greek women over twenty-five years of age. She had arrayed herself for the occasion in a black silk dress, as befitted the wife of a wealthy landowner; her black hair was neatly plastered over her ears, and she wore about her temples a snuff-colored kerchief, adorned with gorgeous red flowers with blue leaves.

Her first and greatest interest centred in the Babycoula, whom she admired with all manner of extravagant expressions, dutifully offsetting each with the formula "Nameen avoskothees!" (May you not take the evil eye!).

[....] The wedding took place in the afternoon at four, and the proekika or proeka things were carried to the groom's house at nine in the morning of the same day. I assisted at the latter interesting ceremony.

Arriving at the house a few moments before the hour, I found the proekika laid out in state in the humble sitting-room. They consisted of an iron bed with brass knobs, a cherry-colored bureau ornamented with white flowers, bedding, numerous pillows in embroidered silk cases, copper kettles and other kitchen implements, and a trunk filled with the embroidered underwear s and handkerchiefs on which the bride had been working since her earliest childhood. All these articles were decorated with colored ribbons, which the mother enjoined on the friends of  Loukas not to lose for their souls' sakes, as they had been borrowed from the neighbors. But the most picturesque objefts of the proekika were the copper implements, polished like cymbals, and of all sizes and shapes, from a huge wash-boiler to a set of long-handled brikas for boiling coffee.

Two long poles had been bound to the bureau by means of ropes, to facilitate transportation.

The friends of Loukas arrived at half-past nine, headed by two musicians with guitar and mandolin. The players had been hired, soul and body, from Friday night till Tuesday morning; and they thrummed the strings incessantly.
The friends burst riotously into the house, and a noisy but playful fight over the various articles ensued, each member of the party trying to evince greater zeal than the others. At last the bureau started down the steep whitewashed steps, four men holding the poles; after it came a lubberly boy, triumphantly bearing the wash-boiler, that outgleamed the morning sun; then an indiscriminate mob with pillows, portions of the bed, crockery, more copper implements, and whatever else they could lay their hands on.They knew exactly what to take, for the groom's best man (coumbaros) had been over the night before with the catalogue, and had checked off the things, from the big bureau down to the bride's last embroidered handkerchief. This list had been agreed to by both sides at the time of the matrimonial negotiations; and Loukas and his mother would have been disgraced had a single article been missing.

Down the steep, crooked, narrow streets, the queer procession filed, headed by the music and followed by all the boys in Poros. From white houses perched on the sides of overhanging rocks, confetti rained upon their heads; laughing women crowded little balconies and looked down at them; sailors, sitting in tavern doors in the shade of huge wine-tuns, reviled them merrily ; and an old Greek in a red fez, who sat smoking a narghile under an arbor of vines, tapped merrily on his table with the mouthpiece of his pipe, and hummed the tune of the guitar. They had played that same music fifty years ago, when he was married.

The upper story of Loukas's house overlooked the roof of the house below. Sitting on his rickety balcony, one saw the tiled roofs descending to the sea like the steps in a giant stairway. The site of the town is shaped like a sugar-loaf, and there is not a house in it but commands a stretch of glimmering water and the distant mountains. The streets are crooked, stony, and unspeakably filthy; and numerous narrow alleys and unoccupied yards form convenient dumping-places for dead animals and refuse. And yet vines trail over the rickety balconies, and in every window carefully tended flowers bloom in red earthen pots. Strange people! Strange mixture of a love of the pure and beautiful in nature with utter insensibility to the ugliness of filth and stench!

[....] As the sun stands upon Ortholithi, one of the peaks that compose this giant image, the sea glows a blood red, and the windows in the white town of Poros blaze as though the houses were afire inside, or as though the doors of a hundred furnaces had been thrown open. When the orb slides behind the mountain, the fires go out all together; the furnace doors are closed; the sea becomes quicksilver, and the houses turn ashen gray. But what a sublime glow illumines the face of the " Sleeping Woman," as she lies there with her head pillowed in the sunset! Right there, where the sun is going down, was lighted the last of the series of signal fires announcing the fall of Troy the beacon which the watchman in the "Agamemnon" sees, reclining on his elbows on the roofs of the Atreidae, contemplating the chorus of the stars; Ida, the Hermaeon promontory of Lemnos; Athos, the watch-towers of Macistus, of Messapios; the crag of Cithaeron; Mount AEgiplanctus; and from thence it passed on, a mighty beard of flame, beyond the headland that overlooks the Saronic estuary, and darted down upon the Arachnaean height.
These are our last moments in Poros, and we are looking at the little white town, the sea, and the purple mountains, with moist eyes. Elene and  Maria are two tearful Niobes. They cannot bear the idea of living the rest of their lives without the Babycoula, the Kyria, and the Effendi. Katina, who is coming with us, is weeping just as fluently at the prospeft of leaving her native land. It is Katina's final decision to cross the seas with us which has started us off. We are entirely at her mercy, for the Babycoula depends on her for the very breath of life. Yesterday we packed up everything, and Loukas rowed our belongings out to the "AEgina." The kindly villagers have come down to the breakwater, where we are taking our early coffee, to see us off. Here is the Demarch, or Mayor, big and florid, in snowy fustanellas; Alecko, our neighbor, pressing my hand again and again, and asking me if I am not his brother; the doctor, in latest European dress, saying cheerfully that we shall meet at the Paris Exposition; old Mr.Douzinas, reminding me that I promised to send him some fly-paper and sweet-corn seeds from America. And I cannot help glancing across the strait, at our house in the lemon grove, deserted but half an hour ago, yet as hopelessly sad as a body which the soul has but just left. Oh, these violent uprootings, what a wrench they give! And to think that the Babycoula, whose image will always loom in the foreground of our beautiful summer here, is not troubled by a single misgiving or regret. She doesn't know whether she is going to Stamboul, Pago-Pago, or Chicago; and she doesn't care. But there's the last call of the whistle, we must go on board. "Addio, Kyr' Demarche! Addio, Brother Alecko! Addio Iatre! Addio, Cherite!"

They are pulling up the anchor. It is hard to realize that we are not just running up to Athens, to return in a few days. We have so loved this place, its every feature has become so familiar to us! We have dreamed such dreams here, the Kyria and I, - shall we not dream bravely to the last? So I put my arm around her and whisper, "We will make a lot of money and come back here and stay as long as we please. We'll bring the Babycoula back, and show her the place, when she gets big." The Kyria smiles up bravely at me. She's an excellent fellow-dreamer; in her heart of hearts she knows I 'm no money-maker. Besides, my soul has somehow fitted this place. I have had everything I wanted here, the beauty of the sea, the sublimity of the mountains, the processions of the stars, love of wife, the Argolis laughter of a babe, and yet I have not been crying feebly to the titanic stretches of the earth and the universe. The mountains have closed around me in a loving circle, and my metropolis has been a little town of simple folk. We are passing the house now, and the lemon grove our lemon grove. I know what the Kyria is thinking of, and she knows what is passing in my mind. We will stand and watch that little house until our ship passes through the narrow channel, and the scene of the happiest summer of our lives is shut out as though a curtain had been dropped before it.

George Horton

In Argolis
Εκδόσεις: A.C. McClurg and Company, September 20, 1902





- Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο.

- archive.org: Aνάγνωση του βιβλίου on line

Ετικέτες

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

46 ~ Άρις Αντάνης: Το φεγγάρι στο νερό

Ήταν μια βραδιά όνειρο.
Αλλά ο Λέανδρος, σ’ αυτή τη φάση της... αποψινής ζωής του, δεν μπορούσε να την απολαύσει και να την χαρεί. Όταν ξανοίχτηκε αρκετά από το σπίτι της Χριστίνας, όπου είχαν συμβεί όλα αυτά τα αλλοπρόσαλλα γεγονότα, σταμάτησε το τρεχαλητό. Συνέχισε να περπατάει, όμως, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα. Κάπου-κάπου σταματούσε, κοίταζε πίσω του, γύρω του τρομαγμένα, αφουγκραζόταν, διαπίστωνε ότι «δεν έτρεχε τίποτα» πια και συνέχιζε το περπάτημα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν το χαλασμένο μοτέρ της βάρκας του Βαγγέλα, που ήθελε τρία τέταρτα να πάει Πόρο- Γαλατά. Και πώς ακουγότανε, θεούλη μου, μέσα στην ησυχία της νύχτας! Εκκωφαντικά, θα ‘λεγες.
(Όχι η βάρκα. Η καρδιά του…)

Έφτασε στο Γεφυράκι. Χμ! έτσι ένιωθε: Σαν αυτό το γεφυράκι που χωρίζει το νησί του Πόρου στα δύο. Έτσι ήταν η ψυχή του αυτή την ώρα. Ένα μικρό κανάλι που από τη μία πλευρά βρισκόταν η Σφαιρία, η οργανωμένη κοινωνία, το σχολείο, η εκκλησία, οι γονείς, οι νόμοι, η πειθαρχία, κι απ΄την άλλη η Καλαυρία, η άγρια ομορφιά, η ελευθερία, η αναρχία, η γλυκειά παρανομία. Από εδώ το «πρέπει» και από κεί το «φιλί». Κι αυτός στη μέση, να πρέπει να τα συντονίσει, να τα ενώσει, να τα συνδυάσει, να φροντίσει ώστε να συνυπάρξουν αρμονικά, το άπειρο μυαλό του με την ατίθαση καρδιά του. Δύσκολα πράγματα...


Στο κανάλι (φωτ: Υ.)

Γύρω του ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Μια ησυχία που σε ξεκουφαίνει. Δεν τη θέλεις τόση ησυχία. Ειδικά όχι τώρα, όχι αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή. Ψυχή γύρω του. Ορίστε; Ψυχή; Όχι ακριβώς. Μέσα στο κανάλι κάτι κουνήθηκε. Τάραξε λίγο τα γαλήνια νερά. Που δεν έμοιαζαν καθόλου με τη φουρτουνιασμένη ψυχή του Λέανδρου. Τι ήταν; Ε! τι ήθελες να ήταν! Το τέρας του Λοχ-Νες; Καμία σαρδελίτσα θα ξύπνησε και έπαιξε λίγο στον αφρό. Εκεί που τόση ώρα καθρεφτιζόταν το φεγγάρι, αλλά ο Λέανδρος δεν το είχε προσέξει. Τώρα που κουνήθηκε λίγο το νερό, το είδε να λικνίζεται στους κύκλους που άφησε το ψαράκι.

Ο Λέανδρος τώρα κοιτάει το φεγγάρι, μέσα στο νερό, εκεί μπροστά του. Του φαίνεται πως γελάει. Ειρωνικά. Σαν να τον κοροϊδεύει. Αλλά και να τον αποσπά από όλα τα θέματα που τον βασάνιζαν, απόψε και πάντα. Κι η καρδιά του έχει ηρεμήσει αρκετά. Δεν χτυπάει πια τόσο έντονα, όσο πριν από λίγο. Το φεγγάρι όμως συνεχίζει το κοροϊδευτικό του λίκνισμα.

Άρις Αντάνης

Αγάπη
Εκδόσεις: Φενεός, 2010




Το φεγγάρι,  στο νερό της παραλίας του Αγίου Στεφάνου (φωτ: Y.)

Ολόκληρο το διήγημα "Το φεγγάρι στο νερό", από το βιβλίο "Αγάπη", στα σχόλια της ανάρτησης

Ετικέτες

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

45 ~ Σωτήρης Μπουλντούμης: Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα

Χωρίς σχεδόν να το καταλάβει, η Λέσια βρέθηκε μέοα στη νύχτα σ' ένα λιμάνι με σκάφη που λίκνιζαν τα σκαριά τους, σαν κύκνοι στο μεταμεσονύχτιο λήθαργο τους. Ερωτευμένη με τη θάλασσα, ένιωθε κι όλας να φουντώνει από την έξαψη, που της προκαλούσε η ιδέα πως θα βρισκόταν ξανά να τρέχει πάνω της. Ο Σέρβος, οι μελαμψοί ζητιάνοι του, οι μάνες που περίμεναν τα μωρά τους για να τα ξεπουλήσουν, είχαν κι όλας εξανεμιστεί απ' το μυαλό της, αφήνοντας πίσω τους μια σκιά γλυκόπικρης ανάμνησης

Λίγο αργότερα το μικρό ταχύπλοο του Μάριου κάλπαζε στα νερά του Σαρωνικού, με το ίδιο πάθος, όπως έτρεχε κι εκείνη κάποτε στις πλαγιές των δικών της βουνών. Όρθια δίπλα στο τιμόνι, ξαναμμένη από τα ριπίσματα του αέρα που έπεφτε πάνω της ανακατεμένος με το νερό της θάλασσας, μεταφέρθηκε νοερά σ' εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες, όταν σχεδόν άγγιζε το Θεό πάνω από τα σύννεφα του Μπέρκουτ. Ένα ξεχασμένο πάθος, μια δύναμη παρατημένη πίσω στο παρελθόν, ξεπήδησε τότε ασυγκράτητη από μέσα της κι άρχισε να βγάζει κραυγές ενθουσιασμού, που αντήχησαν ψηλά στον ουρανό κι έκαναν τη νύχτα να τρομάξει.

Τα ρούχα της έγιναν σύντομα μούσκεμα απ' το θαλασσόνερο και κόλλησαν προκλητικά στο κορμί της. Ο Μάριος δε χόρταινε να θαυμάζει το καινούργιο του απόκτημα. Κάτω από το φως του φεγγαριού έμοιαζε με γλυπτό αρχαίου καλλιτέχνη, που είχε ζωντανέψει ξαφνικά, κι ανέμιζε ένα δάσος από σγουρά μαλλιά εμπρός στα θαμπωμένα του μάτια. Τότε του ήρθε η ιδέα να της δώσει το ψευδώνυμο "Νεράιδα".

Παρασυρμένη απ' το μεθύσι της ταχύτητας η Λέσια, ήταν πια παραδομένη στην αγκαλιά μιας πρωτόγνωρης ευτυχίας και ζούσε με κάθε κομματάκι της ύπαρξής της την πάλη του σκάφους με τη θάλασσα. Εκστασιασμένη σχεδόν, χτυπούσε τα χέρια της στο αρμυρισμένο παρμπρίζ και παρότρυνε το Μάριο ν' ανεβάσει κι άλλες στροφές, να πετάξουν πάνω από τα κύματα και τις αφρισμένες κορυφές τους. Αν ήταν καβάλα στο δικό της άλογο, θα το έσκαζε από το τρέξιμο εκείνο το βράδυ.


(φωτ: Y.)

Τα παιγνίδια με το θαλασσινό στοιχείο τέλειωσαν μια ώρα αργότερα περίπου, καθώς το ταχύπλοο πλησίασε στο σκούρο όγκο της στεριάς. Στην αρχή η Λέσια νόμισε πως ο Μάριος, ενθουσιασμένος κι αυτός απ' το ταξίδι, έκανε κάποιο λάθος και πήγαινε να πέσει πάνω στο βουνό, που υψωνόταν μπροστά τους. Την τελευταία στιγμή είδε το σκάφος να τρυπώνει σ' ένα δίαυλο, τον οποίο σχημάτιζε η άκρη του νησιού με την απέναντι στεριά. Ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους που έλεγες πως είχαν σκύψει για να χαϊδέψει η μία την άλλη.

Στο δίαυλο η θάλασσα γαλήνεψε και μόλις τον πέρασαν, εντελώς ξαφνικά, η Λέσια είδε ν' απλώνεται μπροστά της μια υδάτινη λεκάνη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν μια λίμνη κρυμμένη στην αγκαλιά του νησιού, που άγγιζε και με τις δυο της άκρες τον απέναντι τόπο.

Εντυπωσιασμένη η Λέσια απ' αυτό το σφιχταγκάλιασμα, φαντάστηκε πως το νησί κι η στεριά θα ήταν κάποτε ερωτευμένο ζευγάρι που το πέτρωσε κάποια μάγισσα, για να κρατήσει την ερωτική του λάμψη για πάντα στον κόσμο. "Ποιο είναι το νησάκι αυτό;" ρώτησε τον καπετάνιο της.

Πόρος", απάντησε εκείνος χωρίς άλλες εξηγήσεις.


(φωτ: Y.)

Στο βάθος, στην πέρα άκρη της "λίμνης" τρεμόπαιζαν τα φώτα της κωμόπολης του νησιού, αλλά ο Μάριος έστριψε το τιμόνι και το σκάφος πήρε πορεία προς την απέναντι στεριά. Πέντε λεπτά αργότερα, άραξαν σ' ένα τεχνητό λιμανάκι. Απ'το σημείο εκείνο μπορούσε να δει κανείς το σκούρο όγκο μιας διώροφης αγροικίας να υψώνει επιβλητικά το ανάστημα της ανάμεσα σ' ένα δάσος από πορτοκαλιές και διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα. Αμέσως μετά ακούστηκαν σκυλιά, που άρχισαν να γαβγίζουν εκνευρισμένα, μόλις αντιλήφθηκαν ανθρώπινη παρουσία.

Σωτήρης Μπουλντούμης

Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα
Εκδόσεις: Φενεός, 2010




(φωτ: Y.)


Περισσότερα για το βιβλίο "Ο Αληθινός Θησαυρός της Λέσιας Ιβάνοβα" στον ιστότοπο των εκδόσεων Φενεός

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  • Powered by Blogger

    Εγγραφή σε
    Αναρτήσεις [Atom]